ΣΑΒΒΑΤΟ 28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ
ΠΑΡΑΛΙΑ ΑΥΡΑΣ |
ΤΕΤΑΡΤΗ 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟΗ συναυλία θα μεταδοθεί ζωντανά στη σελίδα facebook του Ωδείου Αθηνών.Κρατήσεις από 30/8 στο τηλέφωνο 698 4645406 |
ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΠΕΥΚΗΣ
ΑΛΣΟΣ ΒΑΡΒΑΡΕΣΣΟΥ |
ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΓ. ΛΟΥΚΑ |
Νίκου Σκαλκώτα: Πέντε ελληνικοί χοροί για ορχήστρα εγχόρδων
- Ηπειρωτικός
- Κρητικός
- Τσάμικος
- Αρκαδικός
- Κλέφτικος
|
|
Leo Brouwer: “Beatlerianas”
- Eleanor Rigby
- Yesterday
- She’s leaving home
- A ticket to ride
- Got to get you into my life
- Here, there and everywhere
- Penny Lane
Σολίστ: Κώστας Κοτσιώλης, κιθάρα |
Αντικαθίσταται μόνο για συναυλία Αίγινας από:
Wolfgang Amadeus Mozart: Κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, σε λα μείζονα, KV 414
- Allegro
- Andante
- Allegretto
Σολίστ: Αλεξία Μουζά, πιάνο |
Antonin Dvorak: Σερενάτα για ορχήστρα εγχόρδων σε μι μείζονα, έργο 22
- Moderato
- Tempo di Valse
- Scherzo (Vivace)
- Larghetto
- Finale (Allegro vivace)
|
|
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Αθηναίος
ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΑΘΗΝΩΝ:
Πρώτα βιολιά |
Οδυσσέας Κορέλης, Φρανς Σεστάνι, Ιρίνα Σαλένκοβα, Κίτι Βαρδάμη, Ιωάννης Τζιώτης, Κωνσταντίνος Μπουραντάς, Κώστας Λούστας, ‘Ελενα Σαλένκοβα. |
Δεύτερα βιολιά |
Αντωνέλα Τσεφά, Τάσος Γρατσίας, Ηλέκτρα Βεζύρογλου, Γεωργία Τσολάκη, Μάριος-Φοίβος Φίλιππας, Αλεξάνδρα Νούσια. |
Βιόλες |
Αντώνης Μανιάς, Παναγιώτης Αράπογλου, Γιώργος Γιακουμής, Αυγούστα Σεστάνι. |
Βιολοντσέλα |
Βαγγέλης Νίνα, Έλλη Φιλίππου, Αλέξανδρος Χαραλάμπους |
Κοντραμπάσο |
Θεόδωρος Λυγνός, Χαρίλαος Μέρμηγκας |
ΣΟΛΙΣΤ |
Κώστας Κοτσιώλης |
ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΑΙΓΙΝΑΣ:
Πρώτα βιολιά |
Οδυσσέας Κορέλης, Φρανς Σεστάνι, Ιρίνα Σαλένκοβα, Κίτι Βαρδάμη, Ιωάννης Τζιώτης, Βαγγέλης Λούτας, Περικλής Τημπλαλέξης, ‘Ελενα Σαλένκοβα. |
Δεύτερα βιολιά |
Αντωνέλα Τσεφά, Τάσος Γρατσίας, Ηλέκτρα Βεζύρογλου, Γεωργία Τσολάκη, Μάριος-Φοίβος Φίλιππας, Αλεξάνδρα Νούσια. |
Βιόλες |
Αντώνης Μανιάς, Παναγιώτης Αράπογλου, Γιώργος Γιακουμής, Αυγούστα Σεστάνι. |
Βιολοντσέλα |
Έλλη Φιλίππου, Αλέξανδρος Τσεφάς, Λυδία Παναγιωταρέα. |
Κοντραμπάσο |
Δημήτρης Ασλανίδης, Χαρίλαος Μέρμηγκας |
ΣΟΛΙΣΤ |
Αλεξία Μουζά |
Λίγα λόγια για τον Κώστα Κοτσιώλη
Με τις διεθνείς περιοδείες του, σήμερα θεωρείται από τους γνωστότερους κιθαρίστες στον κόσμο. Ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 15 ετών ερμηνεύοντας το “concierto de Aranjuez” με την ΚΟΑ. Από το 1976 είναι καθηγητής του Ωδείου Αθηνών και από το 2009 του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Από το 1978 είναι Ιδρυτής και Διευθυντής του “Volos International Guitar Festival”. Το 1979 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Το 1998 έγινε επίτιμος δημότης του Dallas-Texas (USA). Από το 2012 είναι καλλιτεχνικός Διευθυντής του “Guitar Art Festival of Belgrade”(Serbia). Είναι επίτιμο μέλος της EGTA-Germany και καλλιτέχνης της D’Addario. Το 2017 έγινε επίτιμος Διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει εμφανιστεί σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών όπως Grand Auditorioum Radio France, Concertgebouw Amsterdam, Concert hall BBC, Palais de Beaux Arts Bruxelles, Palais de congrais Paris, Philarmonie St. Petersbourg etc. Έχει συνεργαστεί με ορχήστρες όπως RTBF Bruxelles, BBC concert orchestra, Radio Frankfurt, “Toskanini” Pomeriggi musicali. etc. Συνεργάστηκε σε συναυλίες με καλλιτέχνες όπως Astor Piazzolla, Miκης Θεοδωράκης, Leo Brouwer, John Williams etc. Μαζί με τους Aniello Desiderio και Zoran Dukic είναι μέλος του “Volos Guitar trio”. Συνθέτες όπως οι Leo Brouwer, Sergio Assad, Ernesto Cordero κ.α., του έχουν αφιερώσει έργα τους. Eχει διδάξει σε σεμινάρια σε Πανεπιστήμια όπως “Mozarteum”, “Ferenc Liszt”, Central Conservatory Beijing, Manhattan school of Music N.Y. etc. Έχει εμφανιστεί σχεδόν σε όλα τα φεστιβάλ κιθάρας του κόσμου όπως: Esztergom, Liege, Havana, Cordoba, Koblenz, Iserlohn, GFA etc. Δίσκοι του έχουν εκδοθεί σε εταιρείες όπως SONY,EMI classics και GHA (διάκριση Echo classic).
“Ο Κώστας Κοτσιώλης είναι ένας από τους καλύτερους ερμηνευτές της μουσικής μου, ίσως ο καλύτερος. Ακούστε τον όμως επίσης να ερμηνεύει Mangore, Falla και Ginastera. Δεξιοτεχνικό παίξιμο με ευαισθησία, όλα σε ένα”. Leo Brouwer
“Ο Κώστας Κοτσιώλης είναι ένας από τους σημαντικότερους κιθαρίστες της εποχής μας. Εκτός από τη μεγάλη επιτυχία του ως κορυφαίου εκτελεστή, έχει δημιουργήσει σημαντικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών της διεθνούς του καριέρας.“ Sergio & Odair Assad
Λίγα λόγια για την Αλεξία Μουζά
Πιανίστρια με “καταπληκτική ενέργεια, καθαρότητα και ακρίβεια”, σύμφωνα με τις κριτικές, η Αλεξία Μουζά κέρδισε σε ηλικία 11 ετών το αριστείο στον πανελλήνιο διαγωνισμό πιάνου “Φίλων 2000”. Nικήτρια μεταξύ άλλων του Cantú International Competition for Piano and Orchestra στην Ιταλία (2005), του διαγωνισμού για πιάνο “Γιώργος Θυμής” στην Θεσσαλονίκη (2008) και του διαγωνισμού «Μαίρη Χαιρογιώργου» στην Αθήνα (2006). Το 2015, η Αλεξία Μουζά πήρε το πρώτο βραβείο στο Delia Steinberg International Piano Competition στην Μαδρίτη, εκπροσώπησε την Ελλάδα στον ανά πενταετία διεθνή διαγωνισμό Frédéric Chopin, στην Βαρσοβία και πήρε το τρίτο βραβείο στον ανά τριετία διεθνή διαγωνισμό στο Hamamatsu της Ιαπωνίας. Νικήτρια του Πρώτου Grand Prize του Manhattan International Music Competitition (2018) και του Πρώτου Grand Prize του Βerliner International Music Competition (2019). Φιναλίστ στο Rubinstein International Piano Competition στο Τελ Αβίβ, όπου της απονεμήθηκε το βραβείο για την καλύτερη ερμηνεία έργου Σοπέν.
Ως προσκεκλημένη σολίστ, η Αλεξία έχει συνεργαστεί με την Orchestra Haydn Bolzano and Trento, την Tokyo Symphony Orchestra, Bacau Symphony Orchestra, State Symphony Orchestra Academy of Soloists (Kazakhstan), τις Κρατικές Ορχήστρες Θεσσαλονίκης και Αθηνών, με εξαιρετικές κριτικές από τον αθηναϊκό τύπο. Επισης, με την Simon Bolivar Symphony Orchestra της Βενεζουέλας μπροστά σε ένα ενθουσιώδες ακροατήριο, την Ορχήστρα των Χρωμάτων της Αθήνας και την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα του Μεξικού. Έχει δώσει ρεσιτάλ πιάνου και συμμετείχε σε διεθνή φεστιβάλ σε Βόρεια και Νότια Αμερική, Ασία κι Ευρώπη.
Γεννημένη στην Αθήνα, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου με την μητέρα της. Ολοκλήρωσε σπουδές πιάνου στην Accademia Pianistica Internazionale “Incontri col Maestro”στην Imola, Ιταλία (καθ. Leonid Margarius, Anna Kravtchenko) με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση. Πήρε το master ερμηνείας στο πιάνο (2011, Cesena, Conservatorio Statale di Musica) και Artist Diploma (2013, College of Fine Arts, Boston University, καθ. Boaz Sharon) όπου σπούδασε με υποτροφίες από το Ελληνικό Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) και το Boston University. Συνέχισε στην Buchmann-Mehta School of Music, στο Τελ Αβίβ, με τον καθηγητή Arie Vardi.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Αθηναίο
Ο Νίκος Αθηναίος σπούδασε Πιάνο, Σύνθεση και Διεύθυνση Ορχήστρας στην Αθήνα, την Κολωνία και το Ντύσσελντορφ.
Μετά από θητεία ως αρχιμουσικός σε διάφορα γερμανικά μουσικά θέατρα, ονομάστηκε το 1990 Γενικός Μουσικός Διευθυντής στην Φρανκφούρτη του Όντερ, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 2001. Υπό την καθοδήγηση του η Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης αναδείχθηκε σύντομα σε κορυφαίο συμφωνικό σύνολο του Βραδεμβούργου και εξελίχτηκε στην σημερινή Βραδεμβούργια Κρατική Ορχήστρα (“Brandenburgisches Staatsorchester”). Με την ορχήστρα αυτή αφομοίωσε ο Νίκος Αθηναίος ένα ευρύτατο ρεπερτόριο συμφωνικής μουσικής και πραγματοποίησε μία σειρά από περιοδείες, τόσο στην Γερμανία όσο και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, με συναυλίες σε σημαντικά μουσικά κέντρα. Έχει διευθύνει πολλές σημαντικές ορχήστρες του εξωτερικού και όλες τις σημαντικές ελληνικές ορχήστρες.
Από τον Μάιο του 2000 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 υπήρξε ο πρώτος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Σήμερα είναι Γενικός Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Ωδείου Aθηνών και ταυτόχρονα Καλλιτεχνικός Δ/ντής και μαέστρος της Ορχήστρας Academica του Ωδείου Αθηνών.
Η λαϊκή μούσα εμπνέει
Αν και περισσότερο συνδεδεμένη με τις «Εθνικές Σχολές», η χρήση μουσικών λαϊκών στοιχείων από τη λόγια μουσική δημιουργία αποτέλεσε μια επιλογή και κάποιων συνθετών του μοντερνισμού. Ξεκινώντας από την εποχή της δημιουργίας των εθνικών κρατών στην Ευρώπη, η λόγια μουσική γλώσσα συχνά μπολιάστηκε με μοτίβα, αλλά και τρόπους της λαϊκής μούσας. Στην Ελλάδα συναντούμε ήδη, από το 1849, στο πιανιστικό Ξύπνημα του Κλέφτη του Κερκυραίου Ιωσήφ Λιβεράλη (1820-1899) λαϊκές μελωδίες, για να φτάσουμε ώς τον Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962) και τη δημιουργία της ελληνικής Εθνικής Σχολής της μουσικής, που έδωσε στο ζήτημα της λαϊκής έμπνευσης πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949), βασικός πρωταγωνιστής του ελληνικού, και όχι μόνο, μουσικού μοντερνισμού, με μουσικές σπουδές αρχικά στο Ωδείο Αθηνών και στη συνέχεια στη Γερμανία, υπήρξε και ένας από τους αγαπημένους μαθητές του προπάτορα της νεώτερης μουσικής γλώσσας, Άρνολντ Σαίμπεργκ [Arnold Schönberg (1874-1951)] – ο οποίος τον μύησε στα μυστικά της δικής του μουσικής πρωτοποριακής γλώσσας, του δωδεκαφθογγισμού. Το γεγονός αυτό δεν απέτρεψε τον Έλληνα συνθέτη από το να ενδιαφερθεί και για την λαϊκή παράδοση της πατρίδας, την οποία και αξιοποίησε σε αρκετά έργα του, με γνωστότερο τους δημοφιλείς 36 Ελληνικούς Χορούς, που συνετέθηκαν το διάστημα 1931-1936. Πολλούς από αυτούς τους χορούς ο Σκαλκώτας τους επεξεργάστηκε και αργότερα (το 1948-49), ενώ κάποιους τους μετέγραψε για άλλο μουσικό σχήμα (ορχήστρα πνευστών, ορχήστρα εγχόρδων, πιάνο και βιολί, σόλο πιάνο). Μια από αυτές τις (μετα)γραφές είναι και εκείνη των 5 χορών για ορχήστρα εγχόρδων. Οι τέσσερις από τους πέντε («Ηπειρωτικός», «Κρητικός», «Τσάμικος» και «Κλέφτικος»), μοιάζουν να αξιοποιούν παραδοσιακές μελωδίες, ενώ ο «Αρκαδικός» παραπέμπει σε μια εξιδανικευμένη, ειδυλλιακή Αρκαδία. Η πρώτη εκτέλεση των τεσσάρων από τους 36 χορούς πραγματοποιήθηκε από την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στις 21 Ιανουαρίου 1934 και τον Δημήτρη Μητρόπουλο στο πόντιουμ.
Ένα νοσταλγικό ταξίδι στο «χθες»
Ο γεννημένος στην Αβάνα το 1939, Κουβανός κιθαρίστας και συνθέτης Λέο Μπράουερ [Leo Brouwer] κατάγεται από μουσική οικογένεια. Ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας σε ηλικία 13 ετών ενώ στα 17 του, οπότε και έδωσε την πρώτη του συναυλία, άρχισε να ασχολείται και με τη σύνθεση. Συνέχισε τις σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και ήρθε σε επαφή με τα μοντερνιστικά συνθετικά ρεύματα των δεκαετιών του 1960 και 1970 – ιδιαίτερα τα έργα του Ιταλού Λουίτζι Νόνο [Luigi Nono (1924-1990)] και του Έλληνα Ιάννη Ξενάκη (1921-2001). Αν και η καριέρα του ως κιθαρίστα διεκόπη αιφνιδίως τη δεκαετία του 1980 εξαιτίας ενός τραυματισμού στο μεσαίο δάκτυλο του δεξιού του χεριού, ο Μπράουερ πρόλαβε να ερμηνεύσει και να ηχογραφήσει πλήθος κιθαριστικών έργων, ενώ η συνθετική του ιδιότητα του έδωσε τη δυνατότητα να διοχετεύσει την αγάπη του για την κιθάρα σε έργα γραμμένα (και) για το όργανο αυτό. Παρότι η πλούσια εργογραφία του περιλαμβάνει και έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, αλλά και μουσική για τον κινηματογράφο, το σημαντικότερο κομμάτι της συνθετικής του δημιουργίας είναι αφιερωμένο στην κιθάρα.
Επιλέγοντας 7 επιτυχίες από το δημοφιλέστερο συγκρότημα μουσικής όλων των εποχών, το, γραμμένο το 1985, Beatlerianas, Από το ‘Yesterday’ στο ‘Penny Lane’ για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων, είναι ένα έργο που εμπνέεται από αλλά και αποτίει φόρο τιμής σε μια εποχή αλλά και μια ολόκληρη γενιά, η οποία είδε στα θρυλικά Σκαθάρια, πολλά περισσότερα από μια ροκ μπάντα. Τα τραγούδια που εμπνέουν τον Μπάουερ ταιριάζουν εύκολα στο ύφος της κιθάρας, η οποία πρωταγωνιστεί σε ένα νοσταλγικό ταξίδι στη δεκαετία του ’60.
Φόρος τιμής στον εκλιπόντα δάσκαλο
Ο Αυστριακός Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)] έχει μείνει στην ιστορία ως ο σημαντικότερος συνθέτης της εποχής τού κλασικισμού, αλλά και ως το διαπρεπέστερο παράδειγμα παιδιού-θαύματος της μουσικής, καθώς άρχισε να συνθέτει μουσική από τα πέντε του χρόνια. Γνωστή είναι και η ιδιαίτερη επιρροή που ασκούσε πάνω του ο πατέρας Λεοπόλδος, που ήταν επίσης συνθέτης, και ο οποίος υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος στη μουσική. Λιγότερο γνωστή, αλλά, εξίσου καθοριστική στην διαμόρφωση της συνθετικής προσωπικότητας του Μότσαρτ, υπήρξε η επιρροή του Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ (1735-1782). Ο τελευταίος, μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του, Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ (1714-1788), ήταν οι δύο γνωστότεροι γιοι του Γιόχαν Σεμπάστιαν που διέπρεψαν ως συνθέτες. Ο Γιόχαν Κρίστιαν έκανε καριέρα στο Λονδίνο, γι’ αυτό και τον έλεγαν ‘Άγγλο Μπαχ’. Το 1764 ο οκτάχρονος Μότσαρτ ταξίδεψε στο Λονδίνο και έμεινε εκεί για 14 μήνες, διάστημα κατά το οποίο μαθήτευσε κοντά στον τριαντάχρονο ‘Άγγλο Μπαχ’. Η αγάπη και εκτίμηση που του έτρεφε ο Μότσαρτ διήρκησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στις 1 Ιανουάριου του 1782 ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ έφυγε από τη ζωή και μάλιστα πάμφτωχος. Και αυτός, όπως λίγο αργότερα και ο μαθητής του, θα θαβόταν σε δημόσιο τάφο. Όταν ο Μότσαρτ πληροφορήθηκε τον θάνατό του, αποφάνθηκε: «Τί απώλεια για τον μουσικό κόσμο!». Εκείνη την περίοδο συνέθετε το Κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, αρ. 12, σε la μείζονα (KV 414). Έτσι, στο δεύτερο από τα τρία μέρη (Allegro-Andante-Allegretto), ο Μότσαρτ χρησιμοποίησε το θέμα από την εισαγωγή Ο μαγνήτης της καρδιάς [La calamita de’ cuori], ένα έργο που ο Μπαχ είχε συνθέσει το 1763, δηλαδή λίγους μόνο μήνες πριν την γνωριμία του με τον Μότσαρτ.
Μια χαρούμενη Σερενάτα γραμμένη σε 12 ημέρες
O Αντονίν Ντβόρζακ [Antonín Dvořák (1841-1904)], ένας από τους γνωστότερους και δημοφιλέστερους συνθέτες της Τσεχίας, γεννήθηκε στο Νελαχόζεβες, στις όχθες του ποταμού Μολδάβα, 35 χιλιόμετρα βόρεια της Πράγας, σε μια εποχή που η σημερινή πρωτεύουσα της Τσεχίας αποτελούσε τμήμα της Αυστροουγγαρίας. Ήταν το πρώτο από τα 14 παιδιά μιας ταπεινής οικογένειας, και από μικρός έδειξε την κλίση του στην μουσική. Ξεκίνησε μαθήματα βιολιού στην ηλικία των έξι ετών, στο σχολείο του χωριού, ενώ οι πρώτες του συνθετικές απόπειρες χρονολογούνται από το 1855. Σύντομα οι μουσικές σπουδές του νεαρού μουσικού συμπληρώθηκαν από μαθήματα βιόλας, θεωρητικών, πιάνου και εκκλησιαστικού οργάνου. Ο Ντβόρζακ, μαζί με τον συμπατριώτη του Μπέτριχ Σμέτανα [Bedřich Smetana (1824-1884)], ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα της εποχής για την δημιουργία εθνικών μουσικών ιδιωμάτων, με την ενσωμάτωση στοιχείων από την τοπική μουσική παράδοση, αποτέλεσαν τους δύο σημαντικότερους εκπροσώπους της Εθνικής Μουσικής Σχολής της Τσεχίας.
Η Σερενάτα για έγχορδα σε μι μείζονα, έργο 22, γράφτηκε τον Μάιο του 1875 και λέγεται ότι ο τριαντατετράχρονος Ντβόρζακ αφιέρωσε μόνο 12 μέρες για τη σύνθεσή της. Όντας ο ίδιος ερμηνευτής του βιολιού αλλά και της βιόλας, γνώριζε καλά την οικογένεια των εγχόρδων, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ίσως τον τόσο σύντομο χρόνο σύνθεσης του έργου. Σχετικό με τον δημιουργικό οίστρο ίσως να ήταν και το γεγονός ότι το διάστημα που συνετέθη η Σερενάτα, ο Ντβόρζακ διήγαγε μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Η χαρά αυτή αποτυπώνεται και στο έργο, που ακολουθεί την κλασική δομή της σερενάτας (Moderato, Tempo di Valse, Scherzo-Vivace, Larghetto, Finale-Allegro vivace). Μετά την πρώτη παρουσίασή της στην Πράγα τον Δεκέμβριο του 1876, αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Τσέχου δημιουργού.
Επιμέλεια κειμένων: Στέλλα Κουρμπανά, Δρ. Ιονίου Πανεπιστημίου, ‘Εφορος Αρχείου Ωδείου Αθηνών
ΣΑΒΒΑΤΟ
22 ΜΑΙΟΥ
20:30
|
ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΙΘΟΥΣΑ “ΑΡΗΣ ΓΑΡΟΥΦΑΛΗΣ”Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί χωρίς την παρουσία κοινού και θα μεταδοθεί ζωντανά στη σελίδα facebook του Ωδείου Αθηνών. |
ΔΕΥΤΕΡΑ
7 ΙΟΥΝΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΒΙΛΛΑ ΣΤΕΛΛΑ |
ΠΕΜΠΤΗ
1 ΙΟΥΛΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
- H είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη με απαραίτητη κράτηση στο 6984 645406 (ώρες: 10-2μ.μ. και 5-7μ.μ) ή στο email sdourountaki@athensconservatoire.gr
|
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
2 ΙΟΥΛΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
Benjamin Britten: Simple Symphony
- Boisterous Bourrée (allegro ritmico)
- Playful Pizzicato (presto possible sempre pizzicato)
- Sentimetal Sarabande (poco lento e pesante)
- Frolicsome Finale (prestissimo con fuoco)
Georg Philipp Telemann: Σουίτα σε λα ελάσσονα για φλάουτο με ράμφος, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο
- Ouverture
- Les plaisirs
- Air à l’italien (largo – allegro)
- Menuet I, II
- Réjouissance (viste)
- Passepied I, II
- Polonoise
Σολίστ: Δημήτρης Κούντουρας
Edvard Grieg: Holberg Suite
- Praeludium (allegro vivace)
- Sarabande (andante)
- Gavotte (allegretto) – Musette (poco più mosso)
- Air (andante religioso)
- Rigaudon (allegro con brio)
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Τσούχλος
Πρώτα βιολιά |
Οδυσσέας Κορέλης, Φρανς Σεστάνι, Ιρίνα Σαλένκοβα, Κωνσταντίνος Μπουραντάς, Ιωάννης Τζιώτης, Κίτι Βαρδάμη |
Δεύτερα βιολιά |
Αντωνέλα Τσεφά, Ηλέκτρα Βεζύρογλου, Γεωργία Τσολάκη, Τάσος Γρατσίας |
Βιόλες |
Αντώνης Μανιάς, Γιώργος Γιακουμής, Παναγιώτης Αράπογλου |
Βιολοντσέλα |
Βαγγέλης Νίνα, Έλλη Φιλίππου, Αλέξανδρος Χαραλάμπους |
Κοντραμπάσο |
Θεόδωρος Λυγνός |
Τσέμπαλο |
Ιάσων Μαρμαράς |
Λίγα λόγια για τον Δημήτρη Κούντουρα
Ειδικεύεται σε ιστορικά είδη φλάουτου και στην παλαιά μουσική. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές στο φλάουτο με ράμφος και στο φλάουτο στο ΚΩΘ. Σπούδασε φλάουτο με ράμφος και μπαρόκ φλάουτο στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής της Ουτρέχτης (μεταπτυχιακό δίπλωμα σολίστ, 2001) και στην Ακαδημία Μουσικής του Μιλάνου με υποτροφία του ιδρύματος Marco Fodella. Έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα ιστορικά φλάουτα στο Ανώτατο Ωδείο της Βιέννης ενώ σπούδασε μουσικής του Μεσαίωνα στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής του Τρόσινγκεν αποφοιτώντας με τον τίτλο Master of Early Music. Ανάμεσα στους καθηγητές του υπήρξαν οι H.ter Schegget, K.Boeke, W.Hazelzet και D.Bragetti.
Είναι διδάκτορας ιστορικής μουσικολογίας του ΕΚΠΑ ενώ υπήρξε μεταδιδακτορικός υπότροφος του ΚΕΑΕ για την έρευνά του “Μουσική των τροβαδούρων στο Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης” (εκδ.Νεφέλη, 2017).
Είναι ιδρυτικό μέλος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ex Silentio με πλούσια παρουσία σε διεθνή φεστιβάλ και στη δισκογραφία έχοντας ηχογραφήσει πέντε CD για τις εταιρίες Carpe Diem Records Berlin, Talanton και Νεφέλη.
Έχει εμφανιστεί ως σολίστ, ως διευθυντής συνόλων και με σύνολα παλαιάς μουσικής στη Sala Verdi του Μιλάνου, στην Pablo Casals Hall του Τόκυο, στο Konzerthaus της Βιέννης, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης, στο διεθνές Φεστιβάλ J.S.Bach στη Ρίγα, στο Φεστιβάλ Blumenthal του Τελ-Αβίβ, στο Banchetto musicale του Βίλνιους, στο Styriarte του Γκρατς, στα φεστιβάλ Via Medieval, Mousike’, Trigonale, St Ruprecht, στο Φεστάλ Αθηνών, στο Φεστιβάλ του Μπαχρέιν κ.α.
Έχει συνεργαστεί με την Καμεράτα Αθηνών (Γ.Πέτρου), με τη Harmony of Nations Baroque Orchestra και με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης (Ph.Jordan). Ερευνά ζητήματα ιστορίας κι ερμηνείας της μουσικής μέχρι τον 18ο αιώνα ενώ έχει εκδόσει δοκίμια και μελέτες για τις εκδόσεις Fagottobooks, Ορφέως και Brepols.
Είναι καθηγητής και συντονιστής του Κέντρου Παλαιάς Μουσικής του Ωδείου Αθηνών και διδάσκει στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Τσούχλο
Ο Νίκος Τσούχλος γενήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά, μουσική και μουσικολογία στην Αθήνα και στο Παρίσι. Από νωρίς αφιερώθηκε στη διεύθυνση ορχήστρας, ξεκινώντας ως βοηθός του Μάνου Χατζιδάκι στην Ορχήστρα των Χρωμάτων, ενώ έκτοτε έχει συνεργαστεί ως προσκεκλημένος αρχιμουσικός με τις περισσότερες ελληνικές ορχήστρες, καθώς και με πολλές ορχήστρες και καλλιτεχνικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Από το 1991 υπήρξε Διευθυντής Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού και αργότερα, ως το 2012, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Από το 2013 υπηρετεί το Μουσικό και Δραματικό Σύλλογο ‘Ωδείον Αθηνών – 1871’ ως Πρόεδρος του Δ.Σ., ενώ από το 2014 είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Ιονίου Πανεπιστημίου. Για το συγγραφικό του έργο πάνω σε ζητήματα μουσικής ερμηνείας έχει διακριθεί από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών (2011), ενώ για τις ποικίλες δραστηριότητές του στο χώρο του πολιτισμού του έχει απονεμηθεί από το γαλλικό κράτος η διάκριση Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres.
Λίγα λόγια για τα έργα της συναυλίας
Τρεις αιώνες μουσικής για χορό
Το πρόγραμμα της σημερινής συναυλίας περιλαμβάνει τρία έργα γραμμένα από τρεις διαφορετικής εθνικότητας συνθέτες (έναν Βρετανό, έναν Γερμανό και έναν Νορβηγό) σε τρεις διαφορετικούς αιώνες (20ός, 18ος, 19ος). Παρά την χρονική απόσταση που χωρίζει τη χρονική στιγμή της σύνθεσης του κάθε έργου αλλά και τους τόπους καταγωγής των συνθετών, τα έργα συνομιλούν μεταξύ τους χάρη στον κοινό τους παρονομαστή που είναι η μουσική γραμμένη για τον χορό.
Μια Απλή χορευτική Συμφωνία
Ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν [Benjamin Britten (1913-1976)], ο γνωστότερος και, ίσως ο σημαντικότερος, Βρετανός συνθέτης τού πρώτου μισού του 20ού αιώνα, υπήρξε ένα ακόμη παιδί θαύμα της μουσικής. Πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, ενώ οι πρώτες συνθέσεις του χρονολογούνται από την ηλικία των πέντε ετών. Πριν να γραφτεί στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου, όπου σπούδασε πιάνο και σύνθεση από το 1930 ώς το 1933 είχε κάνει και ιδιαίτερα μαθήματα βιόλας. Η Απλή Συμφωνία op. 4 για ορχήστρα εγχόρδων γράφτηκε αμέσως μετά την αποφοίτηση του Μπρίτεν από το Κολλέγιο και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1934 με τον ίδιο τον συνθέτη στο πόντιουμ μιας ερασιτεχνικής ορχήστρας. Το έργο είναι αφιερωμένο στη δασκάλα με την οποία ο Μπρίτεν μαθήτευσε στη βιόλα ως έφηβος, καθώς άλλωστε η σύνθεση αξιοποιεί υλικό που ο Βρετανός μουσουργός είχε συνθέσει το διάστημα 1923 με 1926 (δηλαδή μεταξύ της ηλικίας των 10 και 13 ετών). Και στα τέσσερα μέρη του έργου (Boisterous Bourrée – Playful Pizzicato – Sentimetal Sarabande – Frolicsome Finale) συναντά κανείς αποσπάσματα από προγενέστερα έργα του συνθέτη. Η Απλή Συμφωνία χορογραφήθηκε το 1944 από τον Walter Gore και παρουσιάστηκε από τα Μπαλέτα Rambert, ενώ θέματα του έργου αξιοποιήθηκαν από άλλους συνθέτες κυρίως κινηματογραφικής μουσικής. Ο Μπρίτεν έμεινε περισσότερο γνωστός για τα χορωδιακά και οπερατικά του έργα.
Μια χορευτική σουίτα γραμμένη από έναν φλαουτίστα
O πολυγραφότατος και πολυπράγμων περί την μουσική Γερμανός συνθέτης Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν [Georg Philipp Telemann (1681-1767)] είχε και αυτός υπάρξει ένα παιδί θαύμα. Παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα τραγουδιού σε ηλικία 10 ετών, έμαθε να παίζει εκκλησιαστικό όργανο σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα και σύντομα έμαθε να παίζει φλάουτο με ράμφος και βιολί· τις βασικές αρχές της μουσικής σύνθεσης τις έμαθε αντιγράφοντας παρτιτούρες άλλων συνθετών (όπως συνηθιζόταν τότε) και σε ηλικία 12 ετών συνέθεσε την πρώτη του όπερα. Σύντομα ο Τέλεμαν έμαθε να παίζει και φλάουτο α τραβέρσο (που ελληνικά ονομάζουμε πλαγίαυλο), όμποε, βιόλα ντα γκάμπα, και άλλα μουσικά όργανα, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο για πολλούς συνθέτες της εποχής εκείνης. Έγραψε πάνω από 3.000 έργα, από τα οποία μας σώζονται περίπου τα μισά. Ο Τέλεμαν θεωρούνταν στην εποχή του ο μεγαλύτερος συνθέτης της Γερμανίας, ξεπερνώντας σε φήμη και δημοφιλία ακόμη και τους Χαίντελ και Μπαχ. Αν και γνώριζε να παίζει όλες τις οικογένειες των οργάνων, όντας ο ίδιος δεινός ερμηνευτής του φλάουτου με ράμφος, και γνωρίζοντας σε βάθος τις τεχνικές δυσκολίες αλλά και τις ερμηνευτικές δυνατότητες του συγκεκριμένου οργάνου, έγραψε πολυάριθμα έργα για φλάουτο με ράμφος, ίσως τα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον συνθέτη.
Η Σουΐτα σε λα ελάσσονα για φλάουτο με ράμφος, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο TWV 55a2 έχει την χαρακτηριστική δομή της μπαρόκ σουίτας, δηλαδή της διαδοχής διαφορετικών χορών στην ίδια τονικότητα. Ακολουθώντας τη γαλλική συνήθεια της θεματικής ονομασίας των μερών, τα επτά μέρη (Ouverture – Les plaisirs – Air à l’italien – Menuet I, II – Réjouissance – Passepied I, II – Polonoise) εναλλάσσουν διαφορετικά στυλ μουσικής (γαλλικό, ιταλικό, πολωνικό) περιγράφοντας συναισθήματα (χαρά, λύπη, ελπίδα, φόβο, αγάπη), κάτι που αποτελούσε βασικό ζητούμενο της μουσικής μπαρόκ. Το έργο συχνά ερμηνεύεται και από πλαγίαυλο.
Μια χορευτική σουίτα σε παλαιότερο ύφος
Ο γνωστότερος ίσως συνθέτης της Σκανδιναυίας Έντβαρντ Γκρηγκ [Edvard Grieg (1843-1907)] γεννήθηκε στο Μπέργκεν της σημερινής Νορβηγίας σε μια εποχή που η Νορβηγία και η Σουηδία αποτελούσαν το ίδιο κράτος. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο στα 6 του, μαθητεύοντας με τη μητέρα του, η οποία ήταν δασκάλα πιάνου και στη συνέχεια σπούδασε στο Ωδείο της Λειψίας. Αν και έκανε καριέρα και ως πιανίστας, ο Γκρηγκ έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο συνθέτης που προώθησε την νορβηγική μουσική όσο κανείς άλλος, ενώ έργα του όπως το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα ή σκηνική μουσική για το θεατρικό έργο του Ίψεν Πέερ Γκυντ, τον κατέστησαν έναν δημοφιλέστατο συνθέτη σε διεθνές επίπεδο.
Η Σουίτα Holberg, op. 40 αφιερωμένη στον Δανονορβηγό ουμανιστή συγγραφέα και θεωρούμενο πατέρα της νεώτερης δανέζικης και νορβηγικής λογοτεχνίας Λούντβιχ Χόλμπεργκ [Ludvig Holberg (1684-1754)], αποτελεί μια συνειδητή επιστροφή στο παρελθόν. Ο Γκρηγκ έγραψε το έργο το 1884 με αφορμή τον εορτασμό για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Χόλμπεργκ. Η χορευτική αυτή σουίτα (χωρισμένη σε πέντε μέρη: Praeludium – Sarabande – Gavotte-Musette – Air – Rigaudon) επιχειρεί να ταξιδέψει τον ακροατή στα χρόνια που έζησε και έδρασε ο Χόλμπεργκ, όπως άλλωστε δηλώνεται και στον πλήρη τίτλο της: Από την εποχή του Χόλμπεργκ, Σουίτα σε παλαιότερο ύφος. Παρότι το έργο ήταν αρχικά γραμμένο για πιάνο, ο Γκρηγκ το μετέγραψε τον επόμενο χρόνο για ορχήστρα εγχόρδων, μορφή με την οποία το έργο γνώρισε και τη μεγαλύτερη επιτυχία.
Επιμέλεια κειμένων: Στέλλα Κουρμπανά, Δρ. Ιονίου Πανεπιστημίου, ‘Εφορος Αρχείου Ωδείου Αθηνών
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
20:30 |
ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
(αύλειος χώρος)Είναι υποχρεωτική η προκράτηση θέσης στο τηλέφωνο 213 213 9583, από τη Δευτέρα 31.8.2020 και κατά τις ώρες 10:00 έως 14:00.
Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας για 100 άτομα.Η συναυλία θα μεταδοθεί ζωντανά στη σελίδα facebook του Ωδείου Αθηνών. |
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
20:30 |
ΔΗΜΟΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΠΕΥΚΗΣ
ΑΛΣΟΣ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ, ΠΕΥΚΗ |
ΤΡΙΤΗ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
20:30 |
ΔΗΜΟΣ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ-ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ |
ΤΡΙΤΗ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
20:30 |
ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ |
Wolfgang Amadeus Mozart, Divertimento σε φα μείζονα, KV 138
Allegro
Andante
Presto
Θανάση Ζέρβα, «Ελεγεία για την Αντιγόνη» για σαξόφωνο άλτο και έγχορδα
Σολίστ: Θανάσης Ζέρβας
Pyotr Ilyich Tchaikovsky, Σερενάτα για έγχορδα, έργο 48
Pezzo in forma di Sonatina (Andante non troppo – Allegro moderato)
Valse (Moderato. Tempo di Valse)
Elegia (Larghetto elegiaco)
Finale – Tema russo (Andante – Allegro con spirito)
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Aθηναίος
Πρώτα βιολιά |
Οδυσσέας Κορέλης (εξάρχων), Φρανς Σεστάνι, Ιρίνα Σαλένκοβα, Κωνσταντίνος Μπουραντάς, Ιωάννης Τζιώτης, Κίτι Βαρδάμη |
Δεύτερα βιολιά |
Αντωνέλα Τσεφά, Ηλέκτρα Βεζύρογλου, Γεωργία Τσολάκη, Τάσος Γρατσίας |
Βιόλες |
Αντώνης Μανιάς, Γιώργος Γιακουμής, Παναγιώτης Αράπογλου, Αυγούστα Σεστάνι |
Βιολοντσέλα |
Βαγγέλης Νίνα, Έλλη Φιλίππου, Αλέξανδρος Χαραλάμπους |
Κοντραμπάσο |
Θεόδωρος Λυγνός, Χάρης Μέρμηγκας |
Λίγα λόγια για τον Αθανάσιο Ζέρβα
Eίναι Διδάκτωρ Σύνθεσης και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στο Σαξόφωνο από το Πανεπιστήμιο Northwestern (ΗΠΑ) και Πτυχιούχος Μουσικής του Πανεπιστημίου Chicago State. Είναι Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Καθηγητής Θεωρητικών & Μουσικής Δημιουργίας στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης, επίσης είναι Φιλοξενούμενος Καλλιτέχνης (Σαξόφωνο) στο Ωδείο Αθηνών. Συνεργασίες ως σολίστ: μαέστρος ή συνθέτης με την Ορχήστρα Academica, Chicago Philharmonic, Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα, Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής ΕΡΤ, Big Band Δήμου Αθηναίων, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Constanta Symphony-Romania, Louisiana Sinfonietta, Chicago Jazz Ensemble κ.ά. Αναρίθμητες εμφανίσεις ως σολίστ: Ελλάδα, Κύπρο, Γαλλία, Γερμανία, Ρουμανία, Κροατία, Καναδά, ΗΠΑ. Τακτικές εμφανίσεις: Carnegie Hall Νέας Υόρκης, Schubert Theater Βοστόνης, Pick Staiger Hall Σικάγου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Ηρώδειο, κ.ά. Εκδόσεις έργων του από τους οίκους: Jeanne Inc. (ΗΠΑ), Παπαγρηγορίου – Νάκας, Μ. Νικολαΐδης. Ηχογραφήσεις με BMG, Centaur, EMI, FM, Libra, Magni, Mercury/Universal, Aristotelian University Studio και ανεξάρτητες παραγωγές.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Αθηναίο
Ο Νίκος Αθηναίος σπούδασε Πιάνο, Σύνθεση και Διεύθυνση Ορχήστρας στην Αθήνα, την Κολωνία και το Ντύσσελντορφ.
Μετά από θητεία ως αρχιμουσικός σε διάφορα γερμανικά μουσικά θέατρα, ονομάστηκε το 1990 Γενικός Μουσικός Διευθυντής στην Φρανκφούρτη του Όντερ, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 2001. Υπό την καθοδήγηση του η Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης αναδείχθηκε σύντομα σε κορυφαίο συμφωνικό σύνολο του Βραδεμβούργου και εξελίχτηκε στην σημερινή Βραδεμβούργια Κρατική Ορχήστρα (“Brandenburgisches Staatsorchester”). Με την ορχήστρα αυτή αφομοίωσε ο Νίκος Αθηναίος ένα ευρύτατο ρεπερτόριο συμφωνικής μουσικής και πραγματοποίησε μία σειρά από περιοδείες, τόσο στην Γερμανία όσο και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, με συναυλίες σε σημαντικά μουσικά κέντρα. Έχει διευθύνει πολλές σημαντικές ορχήστρες του εξωτερικού και όλες τις σημαντικές ελληνικές ορχήστρες.
Από τον Μάιο του 2000 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 υπήρξε ο πρώτος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Σήμερα είναι Γενικός Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Ωδείου Aθηνών και ταυτόχρονα Καλλιτεχνικός Δ/ντής και μαέστρος της Ορχήστρας Academica του Ωδείου Αθηνών.
Λίγα λόγια για τα έργα της συναυλίας
Μια μικρή Διασκεδαστική μουσική
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)] ίσως έχει μείνει στην ιστορία περισσότερο γιατί ήταν ένα παιδί θαύμα. Και πράγματι ο Αυστριακός συνθέτης, που είχε ξεκινήσει μαθήματα μουσικής με τον πατέρα του Λεοπόλδο σε ηλικία τεσσάρων ετών, άρχισε να συνθέτει μουσική ήδη από τα πέντε του. Έτσι όταν το 1772 σε ηλικία 16 ετών συνέθεσε το Ντιβερτιμέντο σε φα μείζονα, έργο με αύξοντα αριθμό KV 138, είχε ήδη συνθέσει τουλάχιστον άλλα 137 έργα, στα οποία συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, και τρεις όπερες.
Εξίσου νωρίς με τη μουσική ξεκίνησαν και τα ταξίδια του μικρού Βόλφγκανγκ, που είχαν ως στόχο κυρίως την ανάδειξη του ερμηνευτικού του ταλέντου. Ήδη το 1762, ο εξάχρονος Μότσαρτ ξεκίνησε να περιοδεύει εντός και, αργότερα, εκτός Γερμανίας, άλλοτε μαζί με την κατά 4 έτη μεγαλύτερη αδελφή του Νάρελν και άλλοτε μόνος με τον πατέρα τους. Τα ταξίδια αυτά, παράλληλα με την ανάδειξη της μουσικής του ικανότητας, του έδωσαν και την ευκαιρία να γνωρίσει και την μουσική άλλων χωρών. Σε ένα από αυτά, το ταξίδι στο Λονδίνο το 1764 ο οκτάχρονος Μότσαρτ γνώρισε τον μικρότερο γιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750), τον Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ (1735-1782), ο οποίος άσκησε καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση του μουσικού ύφους του Μότσαρτ. Αν όχι εξίσου καθοριστικά, σίγουρα πολύ σημαντικά υπήρξαν και τα τρία ταξίδια του Μότσαρτ στην Ιταλία, κατά τα οποία είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με την ιταλική μουσική γλώσσα. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο συνέθεσε και το διάρκειας μόλις έντεκα λεπτών τριμερές Ντιβερτιμέντο σε φα μείζονα, που αν και συνετέθη στο Ζάλτσμπουργκ, ανάμεσα σε δύο ταξίδια στην Ιταλία, αποπνέει μια ιταλική φινέτσα.
Μια σύγχρονη ελεγεία
Ο σαξοφωνίστας, αρχιμουσικός και συνθέτης (αλλά Καθηγητής Θεωρητικών & Μουσικής Δημιουργίας στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, καθώς και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών του ίδιου πανεπιστημίου) Θανάσης Ζέρβας είναι ένας υπερδραστήριος και πολυτάλαντος δημιουργός. Γεννημένος στα Φιλιατρά Πελοποννήσου, όπου και πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής, συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, για να φύγει για το Σικάγο των Η.Π.Α., όπου ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του (λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, πτυχίο και μεταπτυχιακό δίπλωμα στο σαξόφωνο και διδακτορικό δίπλωμα στη σύνθεση). Το πλούσιο συνθετικό του έργο μαρτυρά το εύρος των μουσικών του ενδιαφερόντων, που εκτείνονται από την λόγια δυτική μουσική ώς την Τζαζ, την Λάτιν, αλλά και την παραδοσιακή μουσική.
Η αρχαία ελληνική τραγωδία έχει συχνά αποτελέσει πηγή έμπνευσης για Έλληνες συνθέτες, ήδη από τα τέλη του 19ου εντός και εκτός του χώρου του θεάτρου. Η Ελεγεία για την Αντιγόνη για σαξόφωνο άλτο και έγχορδα του Θανάση Ζέρβα, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2017 από την Ορχήστρα Ακαντέμικα υπό την διεύθυνση του Νίκου Αθηναίου στο Ωδείο Αθηνών, αποτελεί μια συνέχεια αυτής της μακράς πορείας συνθετικής αναζήτησης και διαλόγου με τον αρχαίο μύθο. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συνθέτης για το έργο: «Η Ελεγεία για την Αντιγόνη για άλτο σαξόφωνο και ορχήστρα εγχόρδων (2017), βασίζεται στον αιολικό τρόπο. Ο χαρακτήρας του έργου είναι λυρικός με δραματικά ξεσπάσματα, αντανακλώντας υπαινικτικά την τραγική προσωπικότητα της Αντιγόνης του Σοφοκλέους και τη διαπάλη μεταξύ «ήθους» και «πάθους» που χαρακτηρίζει τα έργα του. Οι δύο σολιστικές καντέντσες του σαξοφώνου προβάλλουν την ηχητική και δεξιοτεχνική ευελιξία του οργάνου, ενώ τα ορχηστρικά μέρη υπογραμμίζουν την ηχοχρωματική πολλαπλότητα μεταξύ του σαξοφώνου και των εγχόρδων».
Ένας θαυμαστής του Μότσαρτ
Ο Ρώσος συνθέτης Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ [Piotr Ilyich Tchaikovsky (1840-1893)], υπήρξε μεγάλος θαυμαστής τού κατά έναν περίπου αιώνα πρεσβύτερού του Μότσαρτ. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι η μουσική του Μότσαρτ δεν του άρεσε απλώς, αλλά τη λάτρευε, ενώ θεωρούσε ότι ο Ντον Τζοβάννι ήταν η καλύτερη όπερα που είχε γραφτεί ποτέ. Σε αντίθεση με την «Ομάδα των Πέντε», (Ρίμσκυ-Κόρσακωφ, Μουσόργκσκυ, Μποροντίν, Κούι, Μπαλακίρεφ), τον κύκλο των Ρώσων συνθετών που αναζητούσαν μια εθνική ρωσική ταυτότητα στη μουσική τους, ο Τσαϊκόφσκυ παρέμεινε ώς το τέλος της ζωής του οπαδός της μουσικής της «Δύσης», χωρίς να απορρίπτει την ένταξη ρωσικών μελωδιών στα έργα του. Αντιθέτως δεν είναι λίγα τα έργα του στα οποία εντάσσει ρωσικά παραδοσιακά μοτίβα.
Στην Σερενάτα για έγχορδα, έργο 48, που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1880, συναντούμε ίχνη τόσο από την επιρροή του Μότσαρτ, όσο και από την ρωσική μουσική παράδοση. Το πρώτο μέρος του έργου, γραμμένο σε «Φόρμα σονατίνας» αποτελεί μια απότιση φόρου τιμής στον Αυστριακό συνθέτη (όπως θα γινόταν λίγο αργότερα, το 1887, και με την Συμφωνική Σουΐτα αρ. 4, γνωστή ως «Μοτσαρτιάνα»). Ενώ στο τέταρτο μέρος, το φινάλε, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ρώσικο θέμα», ο Τσαϊκόφσκυ αξιοποιεί ένα ρωσικό παραδοσιακό θέμα, μια βαρκαρόλα για τον Βόλγα, το οποίο εντάσσει αρμονικά στο υπόλοιπο έργο. Η Σερενάτα σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ήδη από την πρώτη της παρουσίαση. Μάλιστα το δεύτερο μέρος, «Βαλς», ζητήθηκε από το κοινό της πρεμιέρας να επαναληφθεί, ενώ ο συνθέτης, και παλαιός δάσκαλος του Τσαϊκόφσκυ, Άντον Ρούμπινσταϊν χαρακτήριζε το «Βαλς» αυτό την καλύτερη σύνθεση του Τσαϊκόφσκυ. Ο ίδιος ο συνθέτης έλεγε πως είχε συνθέσει το τόσο όμορφο αυτό ρομαντικό έργο «μέσα από την καρδιά του».
Επιμέλεια κειμένων: Στέλλα Κουρμπανά, Δρ. Ιονίου Πανεπιστημίου, ‘Εφορος Αρχείου Ωδείου Αθηνών
ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΙΟΥΛΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
(αύλειος χώρος) |
ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΙΟΥΛΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ
INTERNATIONAL SCHOOL OF ATHENS (ISA) |
ΔΕΥΤΕΡΑ 20 ΙΟΥΛΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΠΕΥΚΗΣ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΛΥΚΟΒΡΥΣΗ |
ΤΕΤΑΡΤΗ 22 ΙΟΥΛΙΟΥ
21:00 |
ΔΗΜΟΣ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ
ΘΕΑΤΡΑΚΙ ΛΑΓΟΝΗΣΙΟΥ |
Johann Christian Bach, Συμφωνία σε ρε μείζονα, έργο 3, αρ. 1
Allegro con spirito
Andante
Presto
Wolfgang Amadeus Mozart, Κονσέρτο για ομπόε και ορχήστρα σε ντο μείζονα, KV 314
Allegro aperto
Adagio non troppo
Allegretto
Σολίστ: Σπύρος Κοντός
Wolfgang Amadeus Mozart, Συμφωνία αρ. 29, σε λα μείζονα, KV 201
Allegro moderato
Andante
Menuetto
Allegro con spirito
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Aθηναίος
Πρώτα βιολιά |
Οδυσσέας Κορέλης, Φρανς Σεστάνι, Iρίνα Σαλένκοβα, Κίτι Βαρδάμη, Κωνσταντίνος Μπουραντάς, Ιωάννης Τζιώτης |
Δεύτερα βιολιά |
Αντωνέλα Τσεφά, Ηλέκτρα Βεζύρογλου, Γεωργία Τσολάκη, Τάσος Γρατσίας |
Βιόλες |
Αντώνης Μανιάς, Γιώργος Γιακουμής, Παναγιώτης Αράπογλου, Μάκης Τσορούκογλου (ευγενική συμμετοχή) |
Βιολοντσέλα |
Βαγγέλης Νίνα, Έλλη Φιλίππου, Αλέξανδρος Χαραλάμπους |
Κοντραμπάσο |
Θεόδωρος Λυγνός |
‘Ομποε |
Γιώργος Θεοδωρόπουλος, Χαριτίνη Δεσύλλα |
Κόρνο |
Γιώργος Mιχαήλ, Άγγελος Μιχαήλ |
Λίγα λόγια για τον Σπύρο Κοντό
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και σπούδασε όμποε στην Αθήνα με τον Γιάννη Παπαγιάννη, στην Καρλσρούη με τον Τhomas Ιndermühle και στη Γενεύη με τον Maurice Bourgue.
Από το 1997 κατέχει τη θέση του πρώτου όμποε στην Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ. Έχει διδάξει από το 2002 στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Από το 2006 διοργανώνει ετήσιο διεθνές σεμινάριο στην Κέρκυρα, ενώ επίσης έχει δώσει σεμινάρια σε πανεπιστήμια σε Γερμανία και ΗΠΑ.
Έχει έντονη δραστηριότητα με ρεσιτάλ και μουσική δωματίου, μεταξύ άλλων σε συνεργασία με το ΜΜΑ, την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ραδιοφωνικές μεταδόσεις στο Τρίτο Πρόγραμμα κα. Έχει παίξει σε παράσταση της Ρούλας Πατεράκη στην Επίδαυρο. Το 2018 παρουσίασε ρεσιτάλ με έργα ελλήνων συνθετών, στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου IDRS στην Γρανάδα.
Η δισκογραφία του περιλαμβάνει αποκλειστικά έργα Ελλήνων συνθετών και είναι διαθέσιμη στις εταιρίες DNAlab, Centaur, Irida, Rekem, Phasma, Universal κα. Ο προσωπικός δίσκος Metamorphosis (2012) απέσπασε εξαιρετικές κριτικές διεθνώς, καθώς και το βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Αθηναίο
Ο Νίκος Αθηναίος σπούδασε Πιάνο, Σύνθεση και Διεύθυνση Ορχήστρας στην Αθήνα, την Κολωνία και το Ντύσσελντορφ.
Μετά από θητεία ως αρχιμουσικός σε διάφορα γερμανικά μουσικά θέατρα, ονομάστηκε το 1990 Γενικός Μουσικός Διευθυντής στην Φρανκφούρτη του Όντερ, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 2001. Υπό την καθοδήγηση του η Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης αναδείχθηκε σύντομα σε κορυφαίο συμφωνικό σύνολο του Βραδεμβούργου και εξελίχτηκε στην σημερινή Βραδεμβούργια Κρατική Ορχήστρα (“Brandenburgisches Staatsorchester”). Με την ορχήστρα αυτή αφομοίωσε ο Νίκος Αθηναίος ένα ευρύτατο ρεπερτόριο συμφωνικής μουσικής και πραγματοποίησε μία σειρά από περιοδείες, τόσο στην Γερμανία όσο και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, με συναυλίες σε σημαντικά μουσικά κέντρα. Έχει διευθύνει πολλές σημαντικές ορχήστρες του εξωτερικού και όλες τις σημαντικές ελληνικές ορχήστρες.
Από τον Μάιο του 2000 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 υπήρξε ο πρώτος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Σήμερα είναι Γενικός Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Ωδείου Aθηνών και ταυτόχρονα Καλλιτεχνικός Δ/ντής και μαέστρος της Ορχήστρας Academica του Ωδείου Αθηνών.
Λίγα λόγια για τα έργα της συναυλίας
Ο «Μπαχ του Λονδίνου»
Αν και ο γνωστότερος – και σημαντικότερος – Μπαχ στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν ο Γιόχαν Σεμπάστιαν (1685-1750), η συμβολή της οικογένειας Μπαχ στον χώρο της μουσικής αριθμεί περισσότερους από 50 επαγγελματίες μουσικούς και ξεκινάει από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα με τον παππού του Γιόχαν Σεμπάστιαν, τον Φάιτ Μπαχ. Ο ίδιος ο Γιόχαν Σεμπάστιαν απέκτησε 20 τέκνα, 10 από τα οποία πρόλαβαν να ενηλικιωθούν, και από αυτά 7 ασχολήθηκαν με τη μουσική.
Ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ [Johann Christian Bach (1735-1782)] ήταν ο μικρότερος από τους γιους του Μπαχ που διακρίθηκαν στη μουσική, και μαζί με τον Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ (1714-1788) αποτελούν τους δύο γνωστότερους απογόνους της οικογένειας. Μάλιστα ο τελευταίος απέκτησε τόση φήμη στην εποχή του, που για χρόνια σχεδόν επισκίαζε το όνομα του πατέρα του. Παρότι τα δύο αδέλφια είχαν στενές οικογενειακές αλλά και μουσικές σχέσεις (ο Γιόχαν Κρίστιαν μαθήτευσε κοντά στον κατά 20 έτη πρεσβύτερο αδελφό του, ύστερα από τον θάνατο του πατέρα τους, που βρήκε τον μικρό Γιόχαν Κρίστιαν σε ηλικία μόλις 15 ετών) σύντομα οι δρόμοι τους χωρίστηκαν και ακολούθησαν διαφορετικές πορείες. Ο Γιόχαν Κρίστιαν έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο «Μπαχ του Λονδίνου», ή ο «Άγγλος Μπαχ» όχι μόνο γιατί έζησε στη βρετανική πόλη ώς το τέλος της ζωής του, αλλά και γιατί η μουσική του γλώσσα διαφοροποιήθηκε και από εκείνη του πατέρα του, αλλά και του αδελφού του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ, του «Μπαχ του Βερολίνου».
Το 1755 ο βενιαμίν της οικογένειας Μπαχ εγκατέλειψε τη Γερμανία (αλλά και το αυστηρό γερμανικό ύφος) για την Ιταλία, όπου διέμεινε για επτά χρόνια. Εκεί ο Γιόχαν Κρίστιαν γνώρισε την ιταλική μουσική παράδοση και επηρεάστηκε από αυτήν, ενώ δεν είναι τυχαίο πως είναι ο μόνος εκπρόσωπος της οικογένειας Μπαχ που συνέθεσε όπερες. Το οπερατικό ύφος συνέβαλε και στην δημιουργία του προρομαντικού κινήματος του «Στουρμ ουντ Ντραγκ» [«Sturm und Drang»], (που έχει αποδοθεί στα ελληνικά ως «Θύελλα και Ορμή»), ένα κίνημα που προέρχεται από τον χώρο της λογοτεχνίας (με βασικούς εκπροσώπους τον Γκαίτε και τον Σίλλερ) και που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό το πάθος, και την συναισθηματική έκρηξη. Το είδος υπηρέτησαν επάξια οι γιοι Μπαχ, αλλά και οι Χάυντ και Μότσαρτ.
Το 1762, ο Γιόχαν Κρίστιαν εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου και διέμεινε ώς το τέλος της ζωής του, συμμετέχοντας στη μουσική ζωή της πόλης, διοργανώνοντας, μεταξύ άλλων, και συναυλίες. Σε κάποιες από αυτές θα πρέπει να παρουσιάστηκαν και οι πρώτες Έξι Συμφωνίες του, που εκδόθηκαν το 1765 ως έργο 3. Η πρώτη, γραμμένη στη ρε μείζονα είναι χωρισμένη σε τρία μέρη (Allegro con spirito – Andante – Presto) και αποπνέει ακόμη την αύρα της ιταλικής χερσονήσου.
Δάσκαλος και μαθητής
Λίγους μήνες πριν την έκδοση των έξι αυτών συμφωνιών, ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ είχε γνωρίσει τον οκτάχρονο, αλλά ήδη πολλά υποσχόμενο, συνθέτη Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)], ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο μαζί με τον πατέρα του Λεοπόλδο. Η επιρροή του Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ στον νεαρό Μότσαρτ ήταν, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, εξίσου καθοριστική όσο και εκείνη του πατέρα του. Ο μικρός συνθέτης από το Ζάλτσμπουργκ μαθήτευσε κοντά στον «Άγγλο Μπαχ» για 14 περίπου μήνες και η σχέση αυτή υπήρξε καθοριστική για τον Μότσαρτ. Χαρακτηριστικό είναι πως συχνά, καθισμένος στα πόδια τού Γιόχαν Κρίστιαν, ο μικρός Αμαντέους έπαιζε λίγα μέτρα μουσικής στο τσέμπαλο και ο Γιόχαν Κρίστιαν συνέχιζε, και έτσι ολοκληρωνόταν σιγά σιγά ολόκληρη η σονάτα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής του Μότσαρτ, αν κάποιος άκουγε χωρίς να βλέπει, θα νόμιζε πως ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έπαιζε. Η επιρροή του Μπαχ στη διαμόρφωση του μουσικού ύφους του Μότσαρτ είναι φανερή όχι μόνο στα έργα που έγραψε ο Μότσαρτ κατά την παραμονή του στο Λονδίνο, αλλά και σε ολόκληρη την μετέπειτα συνθετική του πορεία.
Το τριμερές Κονσέρτο για ομπόε και ορχήστρα σε ντο μείζονα, KV 314 (Allegro aperto – Adagio non troppo – Allegretto) γράφτηκε το 1777 από τον 21 ετών Μότσαρτ, για τον ομποΐστα φίλο του Τζουζέπε Φερλέντις [Giuseppe Ferlendis (1755-1892)]. Την επόμενη χρονιά ο Φλαμανδός φλαουτίστας Φέρντιναντ ντε Γιαν [Ferdinand De Jean (1731–1797)] ζήτησε στον Μότσαρτ να του γράψει 4 κουαρτέτα και τρία κοντσέρτα για φλάουτο. Ο Μότσαρτ πρόλαβε να γράψει μόνο 3 κουαρτέτα και δύο κοντσέρτα για φλάουτο, ενώ μετέγραψε το Κονσέρτο για όμποε για φλάουτο (στη ρε μείζονα, τη φυσική κλίμακα του φλάουτου) και τα παρέδωσε στον εντολοδόχο του. Αν και ο Ντε Γιαν αρνήθηκε να τον πληρώσει, γιατί θεώρησε το έργο απλή μεταγραφή, οι δύο εκδοχές του έργου (για όμποε και για φλάουτο) αποτελούν σήμερα δημοφιλέστατα και αγαπημένα συναυλιακά έργα.
Παρότι η Συμφωνία αρ. 29 σε λα μείζονα, KV 201 γράφτηκε το 1774, δηλαδή δέκα χρόνια μετά την γνωριμία του Μότσαρτ με τον Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ είναι ακόμη εμφανής η επιρροή του «Άγγλου Μπαχ». Το έργο, χωρισμένο σε τέσσερα μέρη (Allegro moderato – Andante – Menuetto – Allegro con spirito) αποτελεί μια από τις γνωστότερες συνθέσεις του Μότσαρτ, ενώ για το τελευταίο μέρος της, είναι, σύμφωνα με τον μουσικολόγο Άλφρεντ Άινσταϊν, το πλουσιότερο και το δραματικότερο μουσικό κομμάτι που ο συνθέτης είχε γράψει ώς εκείνη τη στιγμή. Η επιρροή που άσκησε ο τελευταίος γιος του Μπαχ στον σημαντικότερο συνθέτη της εποχής του Κλασικισμού αποτυπώνεται στην φράση που είπε ο Μότσαρτ όταν πληροφορήθηκε για τον θάνατο του δασκάλου του: «Τί απώλεια για τον μουσικό κόσμο!».
Επιμέλεια κειμένων: Στέλλα Κουρμπανά, Δρ. Ιονίου Πανεπιστημίου, ‘Εφορος Αρχείου Ωδείου Αθηνών
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
20:30 |
ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΙΘΟΥΣΑ “ΑΡΗΣ ΓΑΡΟΥΦΑΛΗΣ” |
ΠΕΜΠΤΗ 20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
12:00 |
ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ 2ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ |
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
20:00 |
ΔΗΜΟΣ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ «ΘΑΝΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ» – ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ |
ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
20:00 |
ΔΗΜΟΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΠΕΥΚΗΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΥΚΗΣ |
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 1ου ΚΥΚΛΟΥ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ 2020 (αρχείο PDF εδώ)
Franz Schubert, 5 Γερμανικοί Χοροί, με τρίο και Coda (2η σειρά, αρ.9)
Luigi Boccherini, Κονσέρτο αρ.3, σε σολ μείζονα, για βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων
Allegro moderato
Adagio
Rondo quasi menuetto
Σολίστ: Βαγγέλης Νίνα
Felix Mendelssohn Bartholdy, Sinfonia αρ. 9, σε ντο μείζονα, για έγχορδα („La Suisse”)
Grave – Allegro
Andante
Scherzo – Trio, più lento, “La Suisse”
Allegro Vivace
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Aθηναίος
ΟΡΧΗΣΤΡΑ ACADEMICA ΤΟΥ ΩΔΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Πρώτα βιολιά |
Οδυσσέας Κορέλης(εξάρχων), Φρανς Σεστάνι Ιρίνα Σαλένκοβα, Κωνσταντίνος Μπουραντάς, Ιωάννης Τζιώτης, Κίτι Βαρδάμη, (Μάριος Φίλιππας) |
Δεύτερα βιολιά |
Αντωνέλα Τσεφά, Ηλέκτρα Βεζύρογλου, Γεωργία Τσολάκη, Τάσος Γρατσίας |
Βιόλες |
Αντώνης Μανιάς, Παναγιώτης Αράπογλου, Γιώργος Γιακουμής, Μάκης Τσορούκογλου -ευγενική συμμετοχή-, (Αυγούστα Σεστάνι, Αλέξανδρος Θεοχάρης) |
Βιολοντσέλα |
Έλλη Φιλίππου, Λίνα Τριανταφύλου, Αλέξανδρος Χαραλάμπους |
Κοντραμπάσο |
Θεόδωρος Λυγνός |
Λίγα λόγια για τον Βαγγέλη Νίνα
Ξεκίνησε τις σπουδές του στο βιολοντσέλο σε ηλικία 6 ετών και πήρε δίπλωμα δεξιοτεχνίας, με τον ανώτατο βαθμό, το 1986 στην Ακαδημία Τεχνών των Τιράνων (σημερινό Πανεπιστήμιο Τεχνών). Από το 1986 έως το 1992 διετέλεσε κορυφαίος τσελίστας στην Ορχήστρα της Όπερας και καθηγητής βιολοντσέλου στην Ακαδημία Τεχνών στα Τίρανα.
Tο 1992 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Aπό τον Ιανουάριο του 1993 και για περίπου 20 χρόνια διετέλεσε πρώτος τσελίστας στην Ορχήστρα των Χρωμάτων. Aπό το 2006 έως το 2008 ήταν πρώτο τσέλο στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Έχει εμφανιστεί σε πολλές συναυλίες σε Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Καναδά, ΗΠΑ, Κύπρο, Ουγγαρία, Τσεχία, Ισπανία, Αγγλία, Πορτογαλία, Ιταλία, Τουρκία, Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ολλανδία, και Αλβανία. Από το 2013 είναι πρώτο βιολοντσέλο στην Ορχήστρα Academica και από το 2014 καθηγητής βιολοντσέλου στο Ωδείο Αθηνών και στο Δημοτικό Ωδείο Νίκαιας.
Παίζει με ένα τσέλο ανώνυμο του 19ου αιώνα.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Αθηναίο
Ο Νίκος Αθηναίος σπούδασε Πιάνο, Σύνθεση και Διεύθυνση Ορχήστρας στην Αθήνα, την Κολωνία και το Ντύσσελντορφ.
Μετά από θητεία ως αρχιμουσικός σε διάφορα γερμανικά μουσικά θέατρα, ονομάστηκε το 1990 Γενικός Μουσικός Διευθυντής στην Φρανκφούρτη του Όντερ, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 2001. Υπό την καθοδήγηση του η Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης αναδείχθηκε σύντομα σε κορυφαίο συμφωνικό σύνολο του Βραδεμβούργου και εξελίχτηκε στην σημερινή Βραδεμβούργια Κρατική Ορχήστρα (“Brandenburgisches Staatsorchester”). Με την ορχήστρα αυτή αφομοίωσε ο Νίκος Αθηναίος ένα ευρύτατο ρεπερτόριο συμφωνικής μουσικής και πραγματοποίησε μία σειρά από περιοδείες, τόσο στην Γερμανία όσο και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, με συναυλίες σε σημαντικά μουσικά κέντρα. Έχει διευθύνει πολλές σημαντικές ορχήστρες του εξωτερικού και όλες τις σημαντικές ελληνικές ορχήστρες.
Από τον Μάιο του 2000 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 υπήρξε ο πρώτος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Σήμερα είναι Γενικός Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Ωδείου Aθηνών και ταυτόχρονα Καλλιτεχνικός Δ/ντής και μαέστρος της Ορχήστρας Academica του Ωδείου Αθηνών.
Λίγα λόγια για τα έργα της συναυλίας
5 «γερμανικοί» χοροί από έναν νεαρό Αυστριακό
Ο ρομαντικός Αυστριακός συνθέτης Φραντς Σούμπερτ [Franz Schubert (1797-1828)]– που κάποιοι τον θεωρούν ως το τέταρτο μέλος της λεγόμενης «Πρώτης Σχολής της Βιέννης» μαζί με τον Χάυντν [Franz Joseph Haydn (1732-1809)], τον Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)] και τον Μπεετόβεν [Ludwig van Beethoven (1770-1827)] – γεννήθηκε στη Βιέννη σε μια πολυμελή οικογένεια που αγαπούσε τη μουσική (είχε 13 αδέλφια, 9 από τα οποία πέθαναν σε παιδική ηλικία). Πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής σε ηλικία 5 ετών, από τον δεκαεπτάχρονο αδελφό του Ίγκνατς (πιάνου) και τον πατέρα του, Φραντς Θήοντορ (βιολιού). Σύντομα ξεκίνησε μαθήματα αντίστιξης, εκκλησιαστικού οργάνου και τραγουδιού με τον Μίκαελ Χόλτσερ [Michael Holzer (1772-1826)] για να καταλήξει, το 1811, στον συνθέτη όπερας Αντόνιο Σαλιέρι [Antonio Salieri (1750-1825)]. Οι πρώτες του συνθέσεις χρονολογούνται από το 1810 (όταν ο Σούμπερτ ήταν 13 ετών), λίγο, δηλαδή πριν να μαθητεύσει κοντά στον Ιταλό οπερίστα. Αν και το 1812 έχασε τη μητέρα του (έναν ρόλο που σύντομα έμελλε να αναλάβει η μητριά του Άννα Κλέγιενμποκ, με την οποία ο Φραντς ανέπτυξε μια πολύ τρυφερή σχέση), τον Νοέμβριο του 1813 ο δεκαεξάχρονος, πλέον, συνθέτης ολοκλήρωσε τους 5 Γερμανικούς Χορούς, με 7 τρίο και Coda (2η σειρά, αρ. 9) D. 90.
Το πρώιμο αυτό έργο αποτελεί έναν κύκλο από πέντε χορούς (Μενουέτο [Menuett], Λέντλερ [Ländler], Γερμανικός [Deutscher], Βαλς [Walzer], Σκωτικός [Ecossaise]), οι περισσότεροι από τους οποίους συνοδεύονται από ένα ή δύο τρίο, ενώ το σύνολο κλείνει με μια coda. Όμως παρά το εθνωνύμιο που τους απέδωσε ο συνθέτης, δεν είναι όλοι οι γερμανικοί – το Μενουέτο είναι γαλλικός χορός, η Εκοσαίζ επίσης, σε σκωτικό ύφος – όμως η απόδοσή τους ως γερμανικών μαρτυρά την δημοφιλία και καθιέρωσή τους στη Βιέννη της εποχής, τόσο που εύκολα να μπορούν να αποκαλούνται γερμανικοί.
Ένα κοντσέρτο για βιολοντσέλο με την υπογραφή ενός βιρτουόζου βιολοντσελίστα
Ο Ιταλός συνθέτης Λουίτζι Μποκερίνι [Luigi Boccherini (1743-1805)] γεννήθηκε στη Λούκα της Τοσκάνης και ξεκίνησε μαθήματα μουσικής πολύ μικρός, με τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος έπαιζε βιολοντσέλο. To 1756 ταξίδεψε στη Ρώμη για να μαθητεύσει κοντά στον βιρτουόζο βιολοντσελίστα και συνθέτη Τζοβάνι Μπατίστα Κοστάνσι [Giovanni Battista Costanzi (1704-1778)], γνωστό και ως Τζοβανίνο ντελ βιολοντσέλο [Giovannino del violoncello], έναν συνθέτη που είχε επηρεαστεί από την πολυφωνική παράδοση. Ένα χρόνο αργότερα, ο δεκατετράχρονος Λουίτζι διορίστηκε, μαζί με τον πατέρα του, μέλος της ορχήστρας του Μπουργκτεάτερ της Βιέννης, ενώ είχε ήδη συνθέσει και παρουσιάσει (στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Αύγουστο του 1756) ένα Κοντσέρτο για βιολοντσέλο. Η μεγάλη ανατροπή στη ζωή του νεαρού Μποκερίνι ήρθε το 1768 όταν διορίστηκε αυλικός συνθέτης στην υπηρεσία του Λουδοβίκου, αδελφού τού βασιλιά της Ισπανίας, με αποτέλεσμα να μετακομίσει στη μεσογειακή αυτή χώρα ώς το τέλος της ζωής του.
Το Κονσέρτο αρ. 3, σε σολ μείζονα, για βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων (G 480), ένα από τα εκατοντάδες έργα για έγχορδα που συνέθεσε, θα πρέπει να ολοκληρώθηκε κατά το πρώτο διάστημα της διαμονής του στην Ισπανία, καθώς εκδόθηκε – στη Γαλλία – το 1770. Το έργο, χωρίζεται σε τρία μέρη (Allegro moderato – Adagio – Rondo quasi menuetto) και είναι χαρακτηριστικό του εκλεπτισμένου ύφους του συνθέτη. Το μέρος του βιολοντσέλου, που πιθανότατα ερμήνευε ο ίδιος ο Μποκερίνι κατά τις συναυλιακές παρουσιάσεις του έργου όσο ζούσε, είναι αρκετά δεξιοτεχνικό, καθώς άλλωστε ο ίδιος ο συνθέτης είχε υπάρξει ένας δεξιοτέχνης του συγκεκριμένου οργάνου.
Μια συμφωνία για την Ελβετία
Ο Γερμανός συνθέτης Φέλιξ Μέντελσων Μπαρτόλντυ [Felix Mendelssohn Bartholdy (1809-1847)] ήταν ένα ακόμη παιδί θαύμα της μουσικής. Έχοντας ξεκινήσει μαθήματα με τη μητέρα του από την ηλικία των έξι ετών, ο Φέλιξ και η, κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη, αδελφή του, Φάνη έδιναν από παιδιά δημόσιες συναυλίες ως ερμηνευτές. Οι πρώτες συνθέσεις του Φέλιξ χρονολογούνται από το 1819, όταν δηλαδή είχε φτάσει στην ηλικία των 10 μόλις ετών, ενώ στα 12 του ο Μέντελσων ξεκίνησε να συνθέτει συμφωνίες για έγχορδα. Από το 1821 έως το 1823 ο έφηβος μουσικός είχε συνθέσει 13 συμφωνίες. Από αυτές, η Συμφωνία αρ. 9 σε ντο μείζονα (L1 i/3) για μικρό σύνολο 8 εγχόρδων, που σήμερα φέρει την επωνυμία «Ελβετία» γράφτηκε την άνοιξη του 1823, μετά από ένα ταξίδι της οικογένειας στην Ελβετία, και προορίζονταν, όπως και οι υπόλοιπες 12, να επενδύσει μουσικά οικογενειακές συναντήσεις. Στις πρώιμες αυτές συνθέσεις τού νεαρού Μέλντελσων είναι εμφανής η επιρροή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ [Johann Sebastian Bach (1685-1750)], αλλά και των Γιόζεφ Χάυντν [Joseph Haydn (1732-1809)] και Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)], οι οποίοι ήταν οι αγαπημένοι συνθέτες του δασκάλου του στη σύνθεση, Καρλ Φρήντριχ Τσέλτερ [Carl Friedrich Zelter (1758-1832)]. Παρότι στο τρίτο από τα τέσσερα μέρη του έργου (Grave – Allegro, Andante, Scherzo – Trio, più lento –Allegro Vivace) ονομάζεται «Ελβετία», η επωνυμία που φέρει σήμερα ολόκληρη η συμφωνία, οφείλεται στους εκδότες των 13 αυτών πρώιμων συμφωνιών του Μέντλεσων, κάτι που έλαβε χώρα μετά τον θάνατο του συνθέτη.
Επιμέλεια κειμένων: Στέλλα Κουρμπανά, Δρ. Ιονίου Πανεπιστημίου, ‘Εφορος Αρχείου Ωδείου Αθηνών