Το ελληνικό τραγούδι εμπνέει μεγάλους συνθέτες
Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί πως το χιώτικο νυφιάτικο παραδοσιακό τραγούδι «Ξύπνησε πετροπέρδικα» θα είχε εμπνεύσει τον συνθέτη του Μπολερό, ή πως ο δημιουργός των μπαλέτων Η Λίμνη των Κύκνων και Ο Καρυοθραύστης θα έγραφε ένα τραγούδι πάνω σε ελληνικό παραδοσιακό ποίημα; Γιατί πιθανόν η ενασχόληση ενός Έλληνα συνθέτη, όπως ο Νίκος Σκαλκώτας, με την ελληνική παραδοσιακή μουσική να μην εντυπωσιάζει, όμως το ενδιαφέρον μεγάλων ξένων συνθετών, όπως ο Ραβέλ, ο Τσαϊκόφσκυ, ή ο Ντβόρζακ, για την ελληνική λαϊκή μούσα είναι μάλλον κάτι το απρόσμενο.
Κι όμως στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον για την λαϊκή παράδοση ήταν κάτι πολύ διαδεδομένο. Το κλίμα του Ρομαντισμού αλλά και οι ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην δημιουργία των εθνικών κρατών στην Ευρώπη, είχαν ως αποτέλεσμα το όλο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη λαϊκή δημιουργία και παράδοση, καθώς η τελευταία θεωρήθηκε το αυθεντικότερο χαρακτηριστικό πολιτισμικής ταυτότητας. Ήταν τότε που στον χώρο της μουσικής εμφανίστηκαν οι λεγόμενες «Εθνικές Σχολές». Πολλοί συνθέτες λόγιας μουσικής (της λεγόμενης «κλασικής»), εμπνεύστηκαν από μελωδίες παραδοσιακές, και είτε τις ενέταξαν στο έργο τους είτε τις μιμήθηκαν με τρόπο απολύτως πειστικό. Το ενδιαφέρον για την λαϊκή δημιουργία σε συνδυασμό με μια έλξη για το εξωτικό στοιχείο (που ταυτιζόταν, τότε, με την Ανατολή – γι’ αυτό και ονομάστηκε «οριενταλισμός») είχε ως αποτέλεσμα ένα μαγευτικό πάντρεμα της λόγιας με την λαϊκή παράδοση. Ο στόχος ήταν η μουσική να ταξιδέψει τον ακροατή στην μακρινή Ανατολή, να αποδώσει το άρωμα ενός εξωτικού τόπου, ή κάποιου χωριού στην βαλκανική χερσόνησο. Η Ουγγρική Ραψωδία (1847) του Λιστ, οι Ουγγρικοί Χοροί (1869) του Μπραμς και οι Σλαβονικοί Χοροί (1878) του Ντβόρζακ είναι μόνο κάποια παραδείγματα.
Η ελληνική περίπτωση
Η ελληνική συνθετική δημιουργία δεν άργησε να ανταποκριθεί στο διεθνές αυτό αίτημα της μουσικής. Ήδη από το 1849 συναντούμε στο πιανιστικό Ξύπνημα του Κλέφτη του Κερκυραίου συνθέτη Ιωσήφ Λιβεράλη (1820-1899) λαϊκές μελωδίες. Μάλιστα ο Ζακύνθιος Παύλος Καρρέρ (1829-1896) πέτυχε τόσο καλά αυτό το στοίχημα της μίμησης του δημοτικού τραγουδιού, που ακόμη και σήμερα πολλοί θεωρούν τον «Γερο-Δήμο» δημοτικό τραγούδι, ενώ στην πραγματικότητα ο συνθέτης του ήξερε απλά πώς να μιμηθεί αριστοτεχνικά ένα παραδοσιακό τραγούδι. Αλλά και οι Κερκυραίοι Σπυρίδων Ξύνδας (1817-1896) και Σπύρος Σαμάρας (1861-1917), έκαναν συστηματική χρήση μελωδιών, πολύ πριν την εμφάνιση του Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962) και της ελληνικής Εθνικής Σχολής.
Η λαϊκή μούσα ενέπνευσε όμως και μοντέρνους συνθέτες, όπως τον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), του οποίου η μουσική γλώσσα ήταν από τις πιο πρωτοποριακές της εποχής του. Παρά τη μαθητεία του κοντά στον Άρνολντ Σαίμπεργκ, ο οποίος άλλαξε τους κανόνες της μουσικής, θέτοντάς την πέρα από τα όρια της τονικότητας, ο Σκαλκώτας έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λαϊκή παράδοση της πατρίδας του, την οποία και αξιοποίησε ιδιαιτέρως σε πολλά του έργα. Το γνωστότερο, και δημοφιλέστερο, οι 36 Ελληνικοί Χοροί. Ο Σκαλκώτας συνέθεσε τους Ελληνικούς Χορούς, κατά το διάστημα 1931-1936. Τους χώρισε ο ίδιος σε τρεις σειρές (Ι, ΙΙ, ΙΙ) των 12 χορών. Πολλούς από αυτούς τους επεξεργάστηκε και αργότερα (το 1948-49), κάποιους τους μετέγραψε για άλλο μουσικό σχήμα (ορχήστρα πνευστών, ορχήστρα εγχόρδων, πιάνο και βιολί, σόλο πιάνο). Στην σημερινή συναυλία παίζονται οι 5 χοροί για ορχήστρα εγχόρδων. Οι τέσσερις από τους πέντε («Ηπειρωτικός», «Κρητικός», «Τσάμικος» και «Κλέφτικος»), έχουν αυτούσιες παραδοσιακές μελωδίες συγκεκριμένων περιοχών της Ελλάδας. Μόνο στον «Αρκαδικό» δυσκολεύεται κανείς να εντοπίσει κάποιο δημοτικό ή δημοτικοφανές στοιχείο, γεγονός που μας ωθεί να διαβάσουμε τον τίτλο του ως πιθανότερη αναφορά στην αναγεννησιακή έννοια του «Αρκαδισμού», ο οποίος έβλεπε την αγνή φύση μέσα από μια εξιδανικευμένη, ειδυλλιακή, οπτική. Η μεγάλη διαφορά της αξιοποίησης των παραδοσιακών μελωδιών από τον Σκαλκώτα σε σχέση με άλλους Έλληνες και ξένους συνθέτες εθνικών χορών είναι το γεγονός ότι ο μεγάλος αυτός μάστορας της φόρμας και της ενορχήστρωσης χρησιμοποίησε τη μελωδία ως θέμα για την συμφωνική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η παραδοσιακή μελωδία να είναι συνεχώς παρούσα, αλλά και τροποποιημένη σύμφωνα με την μπετοβενική συμφωνική παράδοση σε ολόκληρο το έργο.
Η παγκόσμια πρώτη εκτέλεση τεσσάρων από τους 36 Ελληνικούς Χορούς πραγματοποιήθηκε από την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στις 21 Ιανουαρίου 1934 και τον Δημήτρη Μητρόπουλο στο πόντιουμ. Ο συνθέτης συμμετείχε στην πρεμιέρα από το αναλόγιο του πρώτου βιολιού της ορχήστρας, της οποίας και ήταν μέλος. Τρεις από αυτούς τους χορούς σώζονται σε χειρόγραφη μορφή στο Αρχείο του Ωδείου Αθηνών με εκτελεστικές σημειώσεις του μαέστρου και κατά πάσα πιθανότητα είναι από την πρώτη αυτή παρουσίαση του 1934.