ΟΙ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΤΟΥ 2020/21
Τα έργα που ακολουθούν -με χρονολογική σειρά- παρουσιάστηκαν την περίοδο 2020/21 κατά τη διάρκεια πέντε κύκλων συναυλιών στην περιφέρεια Αττικής, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Οι βιντεοσκοπήσεις έγιναν κατά τη διάρκεια συναυλιών είτε στην αίθουσα “Άρης Γαρουφαλής” του Ωδείου Αθηνών, είτε στους κήπους του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.
(Σημ: δεν υπάρχουν διαθέσιμα βίντεο για όλα τα έργα που παρουσιάστηκαν)
Luigi Boccherini, Κονσέρτο αρ.3, σε σολ μείζονα, για βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων
ΕΝΑ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΕΝΟΣ ΒΙΡΤΟΥΟΖΟΥ ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΙΣΤΑ
Ο Ιταλός συνθέτης Λουίτζι Μποκερίνι [Luigi Boccherini (1743-1805)] γεννήθηκε στη Λούκα της Τοσκάνης και ξεκίνησε μαθήματα μουσικής πολύ μικρός, με τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος έπαιζε βιολοντσέλο. To 1756 ταξίδεψε στη Ρώμη για να μαθητεύσει κοντά στον βιρτουόζο βιολοντσελίστα και συνθέτη Τζοβάνι Μπατίστα Κοστάνσι [Giovanni Battista Costanzi (1704-1778)], γνωστό και ως Τζοβανίνο ντελ βιολοντσέλο [Giovannino del violoncello], έναν συνθέτη που είχε επηρεαστεί από την πολυφωνική παράδοση. Ένα χρόνο αργότερα, ο δεκατετράχρονος Λουίτζι διορίστηκε, μαζί με τον πατέρα του, μέλος της ορχήστρας του Μπουργκτεάτερ της Βιέννης, ενώ είχε ήδη συνθέσει και παρουσιάσει (στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Αύγουστο του 1756) ένα Κοντσέρτο για βιολοντσέλο. Η μεγάλη ανατροπή στη ζωή του νεαρού Μποκερίνι ήρθε το 1768 όταν διορίστηκε αυλικός συνθέτης στην υπηρεσία του Λουδοβίκου, αδελφού τού βασιλιά της Ισπανίας, με αποτέλεσμα να μετακομίσει στη μεσογειακή αυτή χώρα ώς το τέλος της ζωής του.
Το Κονσέρτο αρ. 3, σε σολ μείζονα, για βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων (G 480), ένα από τα εκατοντάδες έργα για έγχορδα που συνέθεσε, θα πρέπει να ολοκληρώθηκε κατά το πρώτο διάστημα της διαμονής του στην Ισπανία, καθώς εκδόθηκε – στη Γαλλία – το 1770. Το έργο, χωρίζεται σε τρία μέρη (Allegro moderato – Adagio – Rondo quasi menuetto) και είναι χαρακτηριστικό του εκλεπτισμένου ύφους του συνθέτη. Το μέρος του βιολοντσέλου, που πιθανότατα ερμήνευε ο ίδιος ο Μποκερίνι κατά τις συναυλιακές παρουσιάσεις του έργου όσο ζούσε, είναι αρκετά δεξιοτεχνικό, καθώς άλλωστε ο ίδιος ο συνθέτης είχε υπάρξει ένας δεξιοτέχνης του συγκεκριμένου οργάνου.
Felix Mendelssohn Bartholdy, Sinfonia αρ. 9, σε ντο μείζονα, για έγχορδα („La Suisse”)
ΜΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ
Ο Γερμανός συνθέτης Φέλιξ Μέντελσων Μπαρτόλντυ [Felix Mendelssohn Bartholdy (1809-1847)] ήταν ένα ακόμη παιδί θαύμα της μουσικής. Έχοντας ξεκινήσει μαθήματα με τη μητέρα του από την ηλικία των έξι ετών, ο Φέλιξ και η, κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη, αδελφή του, Φάνη έδιναν από παιδιά δημόσιες συναυλίες ως ερμηνευτές. Οι πρώτες συνθέσεις του Φέλιξ χρονολογούνται από το 1819, όταν δηλαδή είχε φτάσει στην ηλικία των 10 μόλις ετών, ενώ στα 12 του ο Μέντελσων ξεκίνησε να συνθέτει συμφωνίες για έγχορδα. Από το 1821 έως το 1823 ο έφηβος μουσικός είχε συνθέσει 13 συμφωνίες. Από αυτές, η Συμφωνία αρ. 9 σε ντο μείζονα (L1 i/3) για μικρό σύνολο 8 εγχόρδων, που σήμερα φέρει την επωνυμία «Ελβετία» γράφτηκε την άνοιξη του 1823, μετά από ένα ταξίδι της οικογένειας στην Ελβετία, και προορίζονταν, όπως και οι υπόλοιπες 12, να επενδύσει μουσικά οικογενειακές συναντήσεις. Στις πρώιμες αυτές συνθέσεις τού νεαρού Μέλντελσων είναι εμφανής η επιρροή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ [Johann Sebastian Bach (1685-1750)], αλλά και των Γιόζεφ Χάυντν [Joseph Haydn (1732-1809)] και Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)], οι οποίοι ήταν οι αγαπημένοι συνθέτες του δασκάλου του στη σύνθεση, Καρλ Φρήντριχ Τσέλτερ [Carl Friedrich Zelter (1758-1832)]. Παρότι στο τρίτο από τα τέσσερα μέρη του έργου (Grave – Allegro, Andante, Scherzo – Trio, più lento –Allegro Vivace) ονομάζεται «Ελβετία», η επωνυμία που φέρει σήμερα ολόκληρη η συμφωνία, οφείλεται στους εκδότες των 13 αυτών πρώιμων συμφωνιών του Μέντλεσων, κάτι που έλαβε χώρα μετά τον θάνατο του συνθέτη.
Κωνσταντία Γουρζή, παραδοσιακό κομμάτι από την Κύπρο
(το συγκεκριμένο έργο παίχτηκε εκτός προγράμματος)
Wolfgang Amadeus Mozart, Κονσέρτο για ομπόε και ορχήστρα σε ντο μείζονα, KV 314
Λίγους μήνες πριν την έκδοση των έξι αυτών συμφωνιών, ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ είχε γνωρίσει τον οκτάχρονο, αλλά ήδη πολλά υποσχόμενο, συνθέτη Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)], ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο μαζί με τον πατέρα του Λεοπόλδο. Η επιρροή του Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ στον νεαρό Μότσαρτ ήταν, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, εξίσου καθοριστική όσο και εκείνη του πατέρα του. Ο μικρός συνθέτης από το Ζάλτσμπουργκ μαθήτευσε κοντά στον «Άγγλο Μπαχ» για 14 περίπου μήνες και η σχέση αυτή υπήρξε καθοριστική για τον Μότσαρτ. Χαρακτηριστικό είναι πως συχνά, καθισμένος στα πόδια τού Γιόχαν Κρίστιαν, ο μικρός Αμαντέους έπαιζε λίγα μέτρα μουσικής στο τσέμπαλο και ο Γιόχαν Κρίστιαν συνέχιζε, και έτσι ολοκληρωνόταν σιγά σιγά ολόκληρη η σονάτα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής του Μότσαρτ, αν κάποιος άκουγε χωρίς να βλέπει, θα νόμιζε πως ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έπαιζε. Η επιρροή του Μπαχ στη διαμόρφωση του μουσικού ύφους του Μότσαρτ είναι φανερή όχι μόνο στα έργα που έγραψε ο Μότσαρτ κατά την παραμονή του στο Λονδίνο, αλλά και σε ολόκληρη την μετέπειτα συνθετική του πορεία.
Το τριμερές Κονσέρτο για ομπόε και ορχήστρα σε ντο μείζονα, KV 314 (Allegro aperto – Adagio non troppo – Allegretto) γράφτηκε το 1777 από τον 21 ετών Μότσαρτ, για τον ομποΐστα φίλο του Τζουζέπε Φερλέντις [Giuseppe Ferlendis (1755-1892)]. Την επόμενη χρονιά ο Φλαμανδός φλαουτίστας Φέρντιναντ ντε Γιαν [Ferdinand De Jean (1731–1797)] ζήτησε στον Μότσαρτ να του γράψει 4 κουαρτέτα και τρία κοντσέρτα για φλάουτο. Ο Μότσαρτ πρόλαβε να γράψει μόνο 3 κουαρτέτα και δύο κοντσέρτα για φλάουτο, ενώ μετέγραψε το Κονσέρτο για όμποε για φλάουτο (στη ρε μείζονα, τη φυσική κλίμακα του φλάουτου) και τα παρέδωσε στον εντολοδόχο του. Αν και ο Ντε Γιαν αρνήθηκε να τον πληρώσει, γιατί θεώρησε το έργο απλή μεταγραφή, οι δύο εκδοχές του έργου (για όμποε και για φλάουτο) αποτελούν σήμερα δημοφιλέστατα και αγαπημένα συναυλιακά έργα.
Ennio Morricone, Gabriel’s Oboe
(το συγκεκριμένο έργο παίχτηκε ως encore, εκτός προγράμματος)
Wolfgang Amadeus Mozart, Divertimento σε φα μείζονα, KV 138
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)] ίσως έχει μείνει στην ιστορία περισσότερο γιατί ήταν ένα παιδί θαύμα. Και πράγματι ο Αυστριακός συνθέτης, που είχε ξεκινήσει μαθήματα μουσικής με τον πατέρα του Λεοπόλδο σε ηλικία τεσσάρων ετών, άρχισε να συνθέτει μουσική ήδη από τα πέντε του. Έτσι όταν το 1772 σε ηλικία 16 ετών συνέθεσε το Ντιβερτιμέντο σε φα μείζονα, έργο με αύξοντα αριθμό KV 138, είχε ήδη συνθέσει τουλάχιστον άλλα 137 έργα, στα οποία συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, και τρεις όπερες.
Εξίσου νωρίς με τη μουσική ξεκίνησαν και τα ταξίδια του μικρού Βόλφγκανγκ, που είχαν ως στόχο κυρίως την ανάδειξη του ερμηνευτικού του ταλέντου. Ήδη το 1762, ο εξάχρονος Μότσαρτ ξεκίνησε να περιοδεύει εντός και, αργότερα, εκτός Γερμανίας, άλλοτε μαζί με την κατά 4 έτη μεγαλύτερη αδελφή του Νάρελν και άλλοτε μόνος με τον πατέρα τους. Τα ταξίδια αυτά, παράλληλα με την ανάδειξη της μουσικής του ικανότητας, του έδωσαν και την ευκαιρία να γνωρίσει και την μουσική άλλων χωρών. Σε ένα από αυτά, το ταξίδι στο Λονδίνο το 1764 ο οκτάχρονος Μότσαρτ γνώρισε τον μικρότερο γιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750), τον Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ (1735-1782), ο οποίος άσκησε καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση του μουσικού ύφους του Μότσαρτ. Αν όχι εξίσου καθοριστικά, σίγουρα πολύ σημαντικά υπήρξαν και τα τρία ταξίδια του Μότσαρτ στην Ιταλία, κατά τα οποία είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με την ιταλική μουσική γλώσσα. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο συνέθεσε και το διάρκειας μόλις έντεκα λεπτών τριμερές Ντιβερτιμέντο σε φα μείζονα, που αν και συνετέθη στο Ζάλτσμπουργκ, ανάμεσα σε δύο ταξίδια στην Ιταλία, αποπνέει μια ιταλική φινέτσα.
Θανάση Ζέρβα, «Ελεγεία για την Αντιγόνη» για σαξόφωνο άλτο και έγχορδα
ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΕΓΕΙΑ
Ο σαξοφωνίστας, αρχιμουσικός και συνθέτης (αλλά Καθηγητής Θεωρητικών & Μουσικής Δημιουργίας στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, καθώς και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών του ίδιου πανεπιστημίου) Θανάσης Ζέρβας είναι ένας υπερδραστήριος και πολυτάλαντος δημιουργός. Γεννημένος στα Φιλιατρά Πελοποννήσου, όπου και πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής, συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, για να φύγει για το Σικάγο των Η.Π.Α., όπου ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του (λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, πτυχίο και μεταπτυχιακό δίπλωμα στο σαξόφωνο και διδακτορικό δίπλωμα στη σύνθεση). Το πλούσιο συνθετικό του έργο μαρτυρά το εύρος των μουσικών του ενδιαφερόντων, που εκτείνονται από την λόγια δυτική μουσική ώς την Τζαζ, την Λάτιν, αλλά και την παραδοσιακή μουσική.
Η αρχαία ελληνική τραγωδία έχει συχνά αποτελέσει πηγή έμπνευσης για Έλληνες συνθέτες, ήδη από τα τέλη του 19ου εντός και εκτός του χώρου του θεάτρου. Η Ελεγεία για την Αντιγόνη για σαξόφωνο άλτο και έγχορδα του Θανάση Ζέρβα, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2017 από την Ορχήστρα Ακαντέμικα υπό την διεύθυνση του Νίκου Αθηναίου στο Ωδείο Αθηνών, αποτελεί μια συνέχεια αυτής της μακράς πορείας συνθετικής αναζήτησης και διαλόγου με τον αρχαίο μύθο. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συνθέτης για το έργο: «Η Ελεγεία για την Αντιγόνη για άλτο σαξόφωνο και ορχήστρα εγχόρδων (2017), βασίζεται στον αιολικό τρόπο. Ο χαρακτήρας του έργου είναι λυρικός με δραματικά ξεσπάσματα, αντανακλώντας υπαινικτικά την τραγική προσωπικότητα της Αντιγόνης του Σοφοκλέους και τη διαπάλη μεταξύ «ήθους» και «πάθους» που χαρακτηρίζει τα έργα του. Οι δύο σολιστικές καντέντσες του σαξοφώνου προβάλλουν την ηχητική και δεξιοτεχνική ευελιξία του οργάνου, ενώ τα ορχηστρικά μέρη υπογραμμίζουν την ηχοχρωματική πολλαπλότητα μεταξύ του σαξοφώνου και των εγχόρδων».
Pyotr Ilyich Tchaikovsky, Σερενάτα για έγχορδα, έργο 48
ΕΝΑΣ ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ
Ο Ρώσος συνθέτης Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ [Piotr Ilyich Tchaikovsky (1840-1893)], υπήρξε μεγάλος θαυμαστής τού κατά έναν περίπου αιώνα πρεσβύτερού του Μότσαρτ. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι η μουσική του Μότσαρτ δεν του άρεσε απλώς, αλλά τη λάτρευε, ενώ θεωρούσε ότι ο Ντον Τζοβάννι ήταν η καλύτερη όπερα που είχε γραφτεί ποτέ. Σε αντίθεση με την «Ομάδα των Πέντε», (Ρίμσκυ-Κόρσακωφ, Μουσόργκσκυ, Μποροντίν, Κούι, Μπαλακίρεφ), τον κύκλο των Ρώσων συνθετών που αναζητούσαν μια εθνική ρωσική ταυτότητα στη μουσική τους, ο Τσαϊκόφσκυ παρέμεινε ώς το τέλος της ζωής του οπαδός της μουσικής της «Δύσης», χωρίς να απορρίπτει την ένταξη ρωσικών μελωδιών στα έργα του. Αντιθέτως δεν είναι λίγα τα έργα του στα οποία εντάσσει ρωσικά παραδοσιακά μοτίβα.
Στην Σερενάτα για έγχορδα, έργο 48, που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1880, συναντούμε ίχνη τόσο από την επιρροή του Μότσαρτ, όσο και από την ρωσική μουσική παράδοση. Το πρώτο μέρος του έργου, γραμμένο σε «Φόρμα σονατίνας» αποτελεί μια απότιση φόρου τιμής στον Αυστριακό συνθέτη (όπως θα γινόταν λίγο αργότερα, το 1887, και με την Συμφωνική Σουΐτα αρ. 4, γνωστή ως «Μοτσαρτιάνα»). Ενώ στο τέταρτο μέρος, το φινάλε, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ρώσικο θέμα», ο Τσαϊκόφσκυ αξιοποιεί ένα ρωσικό παραδοσιακό θέμα, μια βαρκαρόλα για τον Βόλγα, το οποίο εντάσσει αρμονικά στο υπόλοιπο έργο. Η Σερενάτα σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ήδη από την πρώτη της παρουσίαση. Μάλιστα το δεύτερο μέρος, «Βαλς», ζητήθηκε από το κοινό της πρεμιέρας να επαναληφθεί, ενώ ο συνθέτης, και παλαιός δάσκαλος του Τσαϊκόφσκυ, Άντον Ρούμπινσταϊν χαρακτήριζε το «Βαλς» αυτό την καλύτερη σύνθεση του Τσαϊκόφσκυ. Ο ίδιος ο συνθέτης έλεγε πως είχε συνθέσει το τόσο όμορφο αυτό ρομαντικό έργο «μέσα από την καρδιά του».
Benjamin Britten: Simple Symphony
ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν [Benjamin Britten (1913-1976)], ο γνωστότερος και, ίσως ο σημαντικότερος, Βρετανός συνθέτης τού πρώτου μισού του 20ού αιώνα, υπήρξε ένα ακόμη παιδί θαύμα της μουσικής. Πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, ενώ οι πρώτες συνθέσεις του χρονολογούνται από την ηλικία των πέντε ετών. Πριν να γραφτεί στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου, όπου σπούδασε πιάνο και σύνθεση από το 1930 ώς το 1933 είχε κάνει και ιδιαίτερα μαθήματα βιόλας. Η Απλή Συμφωνία op. 4 για ορχήστρα εγχόρδων γράφτηκε αμέσως μετά την αποφοίτηση του Μπρίτεν από το Κολλέγιο και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1934 με τον ίδιο τον συνθέτη στο πόντιουμ μιας ερασιτεχνικής ορχήστρας. Το έργο είναι αφιερωμένο στη δασκάλα με την οποία ο Μπρίτεν μαθήτευσε στη βιόλα ως έφηβος, καθώς άλλωστε η σύνθεση αξιοποιεί υλικό που ο Βρετανός μουσουργός είχε συνθέσει το διάστημα 1923 με 1926 (δηλαδή μεταξύ της ηλικίας των 10 και 13 ετών). Και στα τέσσερα μέρη του έργου (Boisterous Bourrée – Playful Pizzicato – Sentimetal Sarabande – Frolicsome Finale) συναντά κανείς αποσπάσματα από προγενέστερα έργα του συνθέτη. Η Απλή Συμφωνία χορογραφήθηκε το 1944 από τον Walter Gore και παρουσιάστηκε από τα Μπαλέτα Rambert, ενώ θέματα του έργου αξιοποιήθηκαν από άλλους συνθέτες κυρίως κινηματογραφικής μουσικής. Ο Μπρίτεν έμεινε περισσότερο γνωστός για τα χορωδιακά και οπερατικά του έργα.
Georg Philipp Telemann: Σουίτα σε λα ελάσσονα για φλάουτο με ράμφος, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο
ΜΙΑ ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΦΛΑΟΥΤΙΣΤΑ
O πολυγραφότατος και πολυπράγμων περί την μουσική Γερμανός συνθέτης Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν [Georg Philipp Telemann (1681-1767)] είχε και αυτός υπάρξει ένα παιδί θαύμα. Παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα τραγουδιού σε ηλικία 10 ετών, έμαθε να παίζει εκκλησιαστικό όργανο σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα και σύντομα έμαθε να παίζει φλάουτο με ράμφος και βιολί· τις βασικές αρχές της μουσικής σύνθεσης τις έμαθε αντιγράφοντας παρτιτούρες άλλων συνθετών (όπως συνηθιζόταν τότε) και σε ηλικία 12 ετών συνέθεσε την πρώτη του όπερα. Σύντομα ο Τέλεμαν έμαθε να παίζει και φλάουτο α τραβέρσο (που ελληνικά ονομάζουμε πλαγίαυλο), όμποε, βιόλα ντα γκάμπα, και άλλα μουσικά όργανα, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο για πολλούς συνθέτες της εποχής εκείνης. Έγραψε πάνω από 3.000 έργα, από τα οποία μας σώζονται περίπου τα μισά. Ο Τέλεμαν θεωρούνταν στην εποχή του ο μεγαλύτερος συνθέτης της Γερμανίας, ξεπερνώντας σε φήμη και δημοφιλία ακόμη και τους Χαίντελ και Μπαχ. Αν και γνώριζε να παίζει όλες τις οικογένειες των οργάνων, όντας ο ίδιος δεινός ερμηνευτής του φλάουτου με ράμφος, και γνωρίζοντας σε βάθος τις τεχνικές δυσκολίες αλλά και τις ερμηνευτικές δυνατότητες του συγκεκριμένου οργάνου, έγραψε πολυάριθμα έργα για φλάουτο με ράμφος, ίσως τα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον συνθέτη.
Η Σουΐτα σε λα ελάσσονα για φλάουτο με ράμφος, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο TWV 55a2 έχει την χαρακτηριστική δομή της μπαρόκ σουίτας, δηλαδή της διαδοχής διαφορετικών χορών στην ίδια τονικότητα. Ακολουθώντας τη γαλλική συνήθεια της θεματικής ονομασίας των μερών, τα επτά μέρη (Ouverture – Les plaisirs – Air à l’italien – Menuet I, II – Réjouissance – Passepied I, II – Polonoise) εναλλάσσουν διαφορετικά στυλ μουσικής (γαλλικό, ιταλικό, πολωνικό) περιγράφοντας συναισθήματα (χαρά, λύπη, ελπίδα, φόβο, αγάπη), κάτι που αποτελούσε βασικό ζητούμενο της μουσικής μπαρόκ. Το έργο συχνά ερμηνεύεται και από πλαγίαυλο.
Edvard Grieg: Holberg Suite
ΜΙΑ ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ ΣΕ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ ΥΦΟΣ
Ο γνωστότερος ίσως συνθέτης της Σκανδιναυίας Έντβαρντ Γκρηγκ [Edvard Grieg (1843-1907)] γεννήθηκε στο Μπέργκεν της σημερινής Νορβηγίας σε μια εποχή που η Νορβηγία και η Σουηδία αποτελούσαν το ίδιο κράτος. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο στα 6 του, μαθητεύοντας με τη μητέρα του, η οποία ήταν δασκάλα πιάνου και στη συνέχεια σπούδασε στο Ωδείο της Λειψίας. Αν και έκανε καριέρα και ως πιανίστας, ο Γκρηγκ έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο συνθέτης που προώθησε την νορβηγική μουσική όσο κανείς άλλος, ενώ έργα του όπως το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα ή σκηνική μουσική για το θεατρικό έργο του Ίψεν Πέερ Γκυντ, τον κατέστησαν έναν δημοφιλέστατο συνθέτη σε διεθνές επίπεδο.
Η Σουίτα Holberg, op. 40 αφιερωμένη στον Δανονορβηγό ουμανιστή συγγραφέα και θεωρούμενο πατέρα της νεώτερης δανέζικης και νορβηγικής λογοτεχνίας Λούντβιχ Χόλμπεργκ [Ludvig Holberg (1684-1754)], αποτελεί μια συνειδητή επιστροφή στο παρελθόν. Ο Γκρηγκ έγραψε το έργο το 1884 με αφορμή τον εορτασμό για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Χόλμπεργκ. Η χορευτική αυτή σουίτα (χωρισμένη σε πέντε μέρη: Praeludium – Sarabande – Gavotte-Musette – Air – Rigaudon) επιχειρεί να ταξιδέψει τον ακροατή στα χρόνια που έζησε και έδρασε ο Χόλμπεργκ, όπως άλλωστε δηλώνεται και στον πλήρη τίτλο της: Από την εποχή του Χόλμπεργκ, Σουίτα σε παλαιότερο ύφος. Παρότι το έργο ήταν αρχικά γραμμένο για πιάνο, ο Γκρηγκ το μετέγραψε τον επόμενο χρόνο για ορχήστρα εγχόρδων, μορφή με την οποία το έργο γνώρισε και τη μεγαλύτερη επιτυχία.
Νίκου Σκαλκώτα: Πέντε ελληνικοί χοροί για ορχήστρα εγχόρδων
Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΑ ΕΜΠΝΕΕΙ
Αν και περισσότερο συνδεδεμένη με τις «Εθνικές Σχολές», η χρήση μουσικών λαϊκών στοιχείων από τη λόγια μουσική δημιουργία αποτέλεσε μια επιλογή και κάποιων συνθετών του μοντερνισμού. Ξεκινώντας από την εποχή της δημιουργίας των εθνικών κρατών στην Ευρώπη, η λόγια μουσική γλώσσα συχνά μπολιάστηκε με μοτίβα, αλλά και τρόπους της λαϊκής μούσας. Στην Ελλάδα συναντούμε ήδη, από το 1849, στο πιανιστικό Ξύπνημα του Κλέφτη του Κερκυραίου Ιωσήφ Λιβεράλη (1820-1899) λαϊκές μελωδίες, για να φτάσουμε ώς τον Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962) και τη δημιουργία της ελληνικής Εθνικής Σχολής της μουσικής, που έδωσε στο ζήτημα της λαϊκής έμπνευσης πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949), βασικός πρωταγωνιστής του ελληνικού, και όχι μόνο, μουσικού μοντερνισμού, με μουσικές σπουδές αρχικά στο Ωδείο Αθηνών και στη συνέχεια στη Γερμανία, υπήρξε και ένας από τους αγαπημένους μαθητές του προπάτορα της νεώτερης μουσικής γλώσσας, Άρνολντ Σαίμπεργκ [Arnold Schönberg (1874-1951)] – ο οποίος τον μύησε στα μυστικά της δικής του μουσικής πρωτοποριακής γλώσσας, του δωδεκαφθογγισμού. Το γεγονός αυτό δεν απέτρεψε τον Έλληνα συνθέτη από το να ενδιαφερθεί και για την λαϊκή παράδοση της πατρίδας, την οποία και αξιοποίησε σε αρκετά έργα του, με γνωστότερο τους δημοφιλείς 36 Ελληνικούς Χορούς, που συνετέθηκαν το διάστημα 1931-1936. Πολλούς από αυτούς τους χορούς ο Σκαλκώτας τους επεξεργάστηκε και αργότερα (το 1948-49), ενώ κάποιους τους μετέγραψε για άλλο μουσικό σχήμα (ορχήστρα πνευστών, ορχήστρα εγχόρδων, πιάνο και βιολί, σόλο πιάνο). Μια από αυτές τις (μετα)γραφές είναι και εκείνη των 5 χορών για ορχήστρα εγχόρδων. Οι τέσσερις από τους πέντε («Ηπειρωτικός», «Κρητικός», «Τσάμικος» και «Κλέφτικος»), μοιάζουν να αξιοποιούν παραδοσιακές μελωδίες, ενώ ο «Αρκαδικός» παραπέμπει σε μια εξιδανικευμένη, ειδυλλιακή Αρκαδία. Η πρώτη εκτέλεση των τεσσάρων από τους 36 χορούς πραγματοποιήθηκε από την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στις 21 Ιανουαρίου 1934 και τον Δημήτρη Μητρόπουλο στο πόντιουμ.
Leo Brouwer: “Beatlerianas”
ΕΝΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ «ΧΘΕΣ»
Ο γεννημένος στην Αβάνα το 1939, Κουβανός κιθαρίστας και συνθέτης Λέο Μπράουερ [Leo Brouwer] κατάγεται από μουσική οικογένεια. Ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας σε ηλικία 13 ετών ενώ στα 17 του, οπότε και έδωσε την πρώτη του συναυλία, άρχισε να ασχολείται και με τη σύνθεση. Συνέχισε τις σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και ήρθε σε επαφή με τα μοντερνιστικά συνθετικά ρεύματα των δεκαετιών του 1960 και 1970 – ιδιαίτερα τα έργα του Ιταλού Λουίτζι Νόνο [Luigi Nono (1924-1990)] και του Έλληνα Ιάννη Ξενάκη (1921-2001). Αν και η καριέρα του ως κιθαρίστα διεκόπη αιφνιδίως τη δεκαετία του 1980 εξαιτίας ενός τραυματισμού στο μεσαίο δάκτυλο του δεξιού του χεριού, ο Μπράουερ πρόλαβε να ερμηνεύσει και να ηχογραφήσει πλήθος κιθαριστικών έργων, ενώ η συνθετική του ιδιότητα του έδωσε τη δυνατότητα να διοχετεύσει την αγάπη του για την κιθάρα σε έργα γραμμένα (και) για το όργανο αυτό. Παρότι η πλούσια εργογραφία του περιλαμβάνει και έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, αλλά και μουσική για τον κινηματογράφο, το σημαντικότερο κομμάτι της συνθετικής του δημιουργίας είναι αφιερωμένο στην κιθάρα.
Επιλέγοντας 7 επιτυχίες από το δημοφιλέστερο συγκρότημα μουσικής όλων των εποχών, το, γραμμένο το 1985, Beatlerianas, Από το ‘Yesterday’ στο ‘Penny Lane’ για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων, είναι ένα έργο που εμπνέεται από αλλά και αποτίει φόρο τιμής σε μια εποχή αλλά και μια ολόκληρη γενιά, η οποία είδε στα θρυλικά Σκαθάρια, πολλά περισσότερα από μια ροκ μπάντα. Τα τραγούδια που εμπνέουν τον Μπάουερ ταιριάζουν εύκολα στο ύφος της κιθάρας, η οποία πρωταγωνιστεί σε ένα νοσταλγικό ταξίδι στη δεκαετία του ’60.
Antonin Dvorak: Σερενάτα για ορχήστρα εγχόρδων σε μι μείζονα, έργο 22
ΜΙΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΣΕΡΕΝΑΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΕ 12 ΗΜΕΡΕΣ
O Αντονίν Ντβόρζακ [Antonín Dvořák (1841-1904)], ένας από τους γνωστότερους και δημοφιλέστερους συνθέτες της Τσεχίας, γεννήθηκε στο Νελαχόζεβες, στις όχθες του ποταμού Μολδάβα, 35 χιλιόμετρα βόρεια της Πράγας, σε μια εποχή που η σημερινή πρωτεύουσα της Τσεχίας αποτελούσε τμήμα της Αυστροουγγαρίας. Ήταν το πρώτο από τα 14 παιδιά μιας ταπεινής οικογένειας, και από μικρός έδειξε την κλίση του στην μουσική. Ξεκίνησε μαθήματα βιολιού στην ηλικία των έξι ετών, στο σχολείο του χωριού, ενώ οι πρώτες του συνθετικές απόπειρες χρονολογούνται από το 1855. Σύντομα οι μουσικές σπουδές του νεαρού μουσικού συμπληρώθηκαν από μαθήματα βιόλας, θεωρητικών, πιάνου και εκκλησιαστικού οργάνου. Ο Ντβόρζακ, μαζί με τον συμπατριώτη του Μπέτριχ Σμέτανα [Bedřich Smetana (1824-1884)], ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα της εποχής για την δημιουργία εθνικών μουσικών ιδιωμάτων, με την ενσωμάτωση στοιχείων από την τοπική μουσική παράδοση, αποτέλεσαν τους δύο σημαντικότερους εκπροσώπους της Εθνικής Μουσικής Σχολής της Τσεχίας.
Η Σερενάτα για έγχορδα σε μι μείζονα, έργο 22, γράφτηκε τον Μάιο του 1875 και λέγεται ότι ο τριαντατετράχρονος Ντβόρζακ αφιέρωσε μόνο 12 μέρες για τη σύνθεσή της. Όντας ο ίδιος ερμηνευτής του βιολιού αλλά και της βιόλας, γνώριζε καλά την οικογένεια των εγχόρδων, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ίσως τον τόσο σύντομο χρόνο σύνθεσης του έργου. Σχετικό με τον δημιουργικό οίστρο ίσως να ήταν και το γεγονός ότι το διάστημα που συνετέθη η Σερενάτα, ο Ντβόρζακ διήγαγε μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Η χαρά αυτή αποτυπώνεται και στο έργο, που ακολουθεί την κλασική δομή της σερενάτας (Moderato, Tempo di Valse, Scherzo-Vivace, Larghetto, Finale-Allegro vivace). Μετά την πρώτη παρουσίασή της στην Πράγα τον Δεκέμβριο του 1876, αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Τσέχου δημιουργού.
Επιμέλεια κειμένων: Στέλλα Κουρμπανά, Δρ. Ιονίου Πανεπιστημίου, ‘Εφορος Αρχείου Ωδείου Αθηνών