Πώς φτάσαμε ως εδώ
Το προεδρικό διάταγμα με αφορμή το οποίο ξεκίνησαν πρόσφατα οι διαμαρτυρίες περί καλλιτεχνικών σπουδών ανακεφαλαιώνει και επισφραγίζει με απόλυτη σαφήνεια μια κατάσταση που υφέρπει στο πεδίο αυτό εδώ και πολλές δεκαετίες, και την οποία το Ωδείο Αθηνών, μαζί με μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου της χώρας, ουδέποτε σταμάτησε να επισημαίνει. Εκείνο που συνέβαλε καθοριστικά στην αναγωγή του συγκεκριμένου νομοθετήματος σε ισχυρό σύμβολο θεσμικής απαξίωσης των καλλιτεχνικών σπουδών, είναι η απόλυτη και τελεσίδικη σαφήνεια των διατυπώσεών του.
Η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα διαχρονικών φαινομένων, οικείων σε όλους και από άλλα πεδία του δημόσιου βίου: ελλιπής εφαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος νομικού πλαισίου, άναρχη και συγκυριακής λογικής πολυνομία αντί μακρόπνοου κανονιστικού ορθολογισμού. Και όμως, στο πεδίο των καλλιτεχνικών σπουδών τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά, και θεμελιώνονται με απόλυτη σαφήνεια στο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο, στο άρθρο 16 παρ. 7 ορίζει ότι η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση (όπως η καλλιτεχνική) παρέχεται από σχολές ανώτερης βαθμίδας. Σχολές ανώτερης βαθμίδας δεν σημαίνει ούτε δευτεροβάθμιες (Λύκειο), ούτε σχολές εκτός συστήματος βαθμίδων (αδιαβάθμητες). Η αυξημένης ισχύος συνταγματική αυτή επιταγή αντικατοπτρίζεται σε πλήθος άλλων ρυθμίσεων της ελληνικής νομοθεσίας (τυχαία: «Η Ανωτέρα Καλλιτεχνική Εκπαίδευσις ανήκει εις την τρίτην βαθμίδα εκπαιδεύσεως, παρέχεται δε εις τας Ανωτέρας Δημοσίας και Ιδιωτικάς Σχολάς Καλλιτεχνικής Εκπαιδεύσεως», νόμος 1158/1981 περί θεάτρου και χορού) αλλά και της ευρωπαϊκής (λ.χ. όλα τα περί δημιουργίας ενιαίου Ευρωπαϊκού Χάρτη Ανώτερης Εκπαίδευσης που βέβαια έχει υπογράψει και η Ελλάδα).
Ακούμε σήμερα ότι ολόκληρη η ανώτερη αυτή βαθμίδα που προβλέπεται από το Σύνταγμα έχει καταργηθεί μαζί με τα ΤΕΙ, αλλά περιμένουμε ακόμα να πληροφορηθούμε σε ποια ακριβώς συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχεται η εν λόγω κατάργηση. Διαβάζουμε με προσοχή τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, που πράγματι δίνουν ενδιαφέρουσες και άμεσες λύσεις σε κρίσιμα επιμέρους θέματα επαγγελματικής αποκατάστασης των καλλιτεχνών του θεάτρου και του χορού (αλλά όχι της μουσικής). Θεωρούμε πως οι ρυθμίσεις αυτές κινούνται οπωσδήποτε στη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι συνεχίζει να συντηρείται ένα καθεστώς ανορθολογικής πολυνομίας (άλλες ρυθμίσεις για τους ΟΤΑ, άλλες για το Υπουργείο Παιδείας, άλλες για μουσικούς κι άλλες για χορευτές και ηθοποιούς κ.λπ.), χωρίς ακόμα να προσεγγίζεται η καρδιά του ζητήματος.
Η καρδιά του ζητήματος
Δεν είναι άλλη από την ακατανόητη επιμονή στη θεσμική καθαίρεση των καλλιτεχνικών τίτλων από το συνταγματικά προβλεπόμενο ανώτερο επίπεδο στο επίπεδο των λυκειακών σπουδών, που εξελήφθη από σπουδαστές και διδάσκοντες ως ευθέως προσβλητική – μια εμμονή που συντηρεί πολλά πρακτικά προβλήματα, ενώ λειτουργεί ως ισχυρό σύμβολο μιας θεσμικής απαξίωσης που εξοργίζει και συσπειρώνει. Αντ’ αυτής, ζητούμε να μελετηθούν εξ υπαρχής σοβαρά κατά το επόμενο διάστημα οι όροι και προϋποθέσεις εφαρμογής στα σύγχρονα δεδομένα της συνταγματικά κατοχυρωμένης έννοιας των ανώτερων σπουδών στα καλλιτεχνικά αντικείμενα, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη του ισχύοντος Ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου (λ.χ. Συνθήκη της Μπολόνια, αξιοποίηση τεχνικών εργαλείων όπως η εφαρμογή συστήματος πιστωτικών μονάδων κ.λπ.). Εμείς, ειδικά όσον αφορά το θέατρο και το χορό, έχουμε ήδη εκφράσει έμπρακτα τις αντιρρήσεις μας ως προς το επίμαχο π.δ. αξιοποιώντας τα νόμιμα μέσα που μας παρέχει η ελληνική έννομη τάξη. Παράλληλα, παραμένουμε, ως οφείλουμε, στη διάθεση του Υπουργείου Πολιτισμού, εφόσον κριθεί ότι η συσσωρευμένη συνδυαστική εμπειρία των Σχολών του Ωδείου Αθηνών μπορεί να φανεί χρήσιμη στην όλη συζήτηση περί της ορθής διαβάθμισης και των τεχνικών της πλευρών, που ελπίζουμε να δούμε το προσεχές διάστημα.
Ζητήματα διασφάλισης ποιότητας σπουδών και διεθνούς κινητικότητας
Πέραν των παραπάνω, θεωρούμε καθήκον ευθύνης απέναντι στους σημερινούς και τους μελλοντικούς σπουδαστές μας, αλλά και απέναντι στη μακρά ιστορία του Ωδείου Αθηνών, να επισημάνουμε προς πάσα κατεύθυνση δυο ακόμα σημαντικά ζητήματα, τα οποία δυστυχώς σήμερα απουσιάζουν από το δημόσιο διάλογο:
Το πρώτο ζήτημα, που θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα και εκ παραλλήλου με την ορθή διαβάθμιση των καλλιτεχνικών σπουδών, αφορά το ζήτημα της διασφάλισης της ποιότητας της προσφερόμενης εκπαίδευσης – ένα κατεξοχήν ζήτημα ουσιαστικής εποπτείας από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές. Στο ζήτημα αυτό, η μουσική είναι σήμερα δυστυχώς πολύ πιο πίσω από το θέατρο και το χορό, όπου ο επίσημος κανονισμός οργάνωσης και λειτουργίας, σίγουρα επιδεκτικός σημαντικών βελτιώσεων, αγγίζει εντούτοις και ως έχει περισσότερο την ουσία των σπουδών. Αντίθετα, στο πεδίο της μουσικής, το δια νόμου οριζόμενο πρόγραμμα ωδειακών σπουδών κατάγεται από το μακρινό 1957 (!), ενώ η ωδειακή μουσική εκπαίδευση πάσχει επιπλέον διαχρονικά από την απουσία σαφούς διάκρισης ανάμεσα αφενός μεν στην ερασιτεχνική ή δια βίου, αφετέρου δε στην καθαυτή επαγγελματική μουσική εκπαίδευση, και άρα από την απουσία σαφούς διάκρισης ανάμεσα στις αντίστοιχες απαιτήσεις ποιότητας ως προς τη διδακτέα ύλη, τους τρόπους και τα κριτήρια εξετάσεων κ.λπ. Συναντούμε και εδώ άλλη μια φορά το μονότονο μοτίβο της μη εφαρμογής μιας νομοθεσίας που εντούτοις βρίσκεται πάντοτε σε ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη, εν προκειμένω του νόμου 2557/1997, όπου διαβάζουμε ότι «η μουσική εκπαίδευση διακρίνεται σε βασική και ανώτερη», και ότι «η βασική μουσική εκπαίδευση έχει ως σκοπό την παροχή βασικών μουσικών γνώσεων (…)» ενώ «η ανώτερη μουσική εκπαίδευση έχει ως σκοπό την παροχή μουσικής εκπαίδευσης στο ανώτερο δυνατό επίπεδο (να πάλι, ξανά και ξανά, η έννοια της ανώτερης βαθμίδας!) μπορεί δε να οδηγεί και στην επαγγελματική μουσική σταδιοδρομία». Ο ίδιος νόμος ορίζει επίσης ότι τα Υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού όφειλαν να φροντίσουν για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, με τα οποία θα προσδιορίζονταν ζητήματα που άπτονται μεταξύ άλλων «της σχέσης του πτυχίου των ανώτερων σχολών με πτυχία άλλων βαθμίδων (…) του προγράμματος σπουδών, των τίτλων σπουδών (…)» κ.λπ. Τέτοια διατάγματα συντάχθηκαν και υπάρχουν ως σχέδια (πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά του τότε Υπουργείου Πολιτισμού με τη βοήθεια επιφανών προσωπικοτήτων του χώρου), αλλά ουδέποτε εκδόθηκαν (ενώ, αν είχαν εκδοθεί, και μόνον από πλευράς επικαιροποίησης προγραμμάτων σπουδών θα είχαμε τουλάχιστον κερδίσει την τεσσαρακονταετία 1957 – 1997!). Το Ωδείο Αθηνών προτείνει την εφαρμογή, έστω και τώρα, του εν λόγω νόμου, και την αξιοποίηση των σχεδίων της εποχής εκείνης ως αφετηρίας για μια σοβαρή και γενναία ποιοτική μεταρρύθμιση στον τομέα της μουσικής εκπαίδευσης.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία της αξιοποίησης υπαρχόντων Ευρωπαϊκών εργαλείων τύπου Erasmus+ και λοιπών δυνατοτήτων που αφορούν την διεθνή κινητικότητα σπουδαστών και διδασκόντων μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η χαμένη αυτή ευκαιρία δημιουργίας και διατήρησης ενός παραθύρου ζωντανής επικοινωνίας με τον έξω κόσμο συνδέεται δίχως αμφιβολία με τον διεθνώς ακατανόητο χαρακτήρα του ‘αδιαβάθμητου’ των καλλιτεχνικών σπουδών στη χώρα μας, που συνέτεινε επί δεκαετίες στη συντήρηση της εσωστρέφειας ολόκληρου του κλάδου, ενώ η σημερινή εμμονή περί εξίσωσης των καλλιτεχνικών σπουδών με σπουδές λυκειακού επιπέδου απομακρύνει οριστικά κάθε ελπίδα μελλοντικής αξιοποίησης της μεγάλης αυτής Ευρωπαϊκής ευκαιρίας. Το Ωδείο Αθηνών, έχοντας τα τελευταία χρόνια συλλέξει πολύτιμη εμπειρία στα ζητήματα αυτά μέσα από τη συμμετοχή σε πολλά διεθνή προγράμματα (λ.χ. Creative Europe) αλλά και μέσα από συνεργασίες με σημαντικά ιδρύματα και φορείς του εξωτερικού (λ.χ. Θέατρο: Ρωσικό Ινστιτούτο Θεατρικών Τεχνών GITIS της Μόσχας, Ανώτατη Σχολή Δραματικής Τέχνης Ernst Busch του Βερολίνου, World Theatre Education Alliance με έδρα το Πεκίνο – Χορός: Jerusalem Academy of Music and Dance, Black Page Orchestra – Μουσική: Haute Ecole de Musique de Geneve, Association Européenne des Conservatoires, Goldsmiths College Πανεπιστημίου του Λονδίνου) δεσμεύεται να συνεισφέρει με κάθε τρόπο στη σχετική συζήτηση, που εύχεται να ξεκινήσει σύντομα.
Σπουδές μουσικής εκτέλεσης στην Αθήνα
Τέλος, ειδικά στο πεδίο της μουσικής εκτέλεσης, υπενθυμίζουμε ότι συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση της διαχρονικής έλλειψης από την Αθήνα ενός πλήρως διαβαθμισμένου φορέα παροχής σπουδών στο υψηλότερο επίπεδο έχουν συχνά περιληφθεί στο διάλογο που το Ωδείο Αθηνών αναπτύσσει με το Ελληνικό Δημόσιο ή με φορείς του. Τέτοιες συζητήσεις οδήγησαν σε μια τουλάχιστον περίπτωση, το Σεπτέμβριο του 2016, στην υπογραφή μνημονίου συναντίληψης με το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου προβλεπόταν η από κοινού δημιουργία ενός νέου τέτοιου φορέα, που δεν θα υποκαθιστούσε τη λειτουργία των υπαρχόντων ωδείων, αλλά θα τη συμπλήρωνε ή/και ολοκλήρωνε δημιουργικά – σχέδιο στο οποίο, μετά το 2016, δεν δόθηκε συνέχεια.
Στη συζήτηση αυτή εμείς δηλώνουμε πάντοτε παρόντες.
Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, Διευθυντής της Δραματικής Σχολής / Λίλα Ζαφειροπούλου, Διευθύντρια της Σχολής Χορού / Όλγα Καλογρηάδου, Διευθύντρια Καλλιτεχνικών Σπουδών και Εκδηλώσεων / Δημήτρης Μαρίνος, Διοικητικός Διευθυντής και Διευθυντής του Κολλεγίου Μουσικής / Φίλιππος Τσαλαχούρης, Διευθυντής των Μουσικών Σχολών / Νίκος Τσούχλος, Πρόεδρος Δ.Σ.